Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Στρατιωτική εκπαίδευση στο ύστερο Βυζάντιο

Νικολαος Σ. Κανελλοπουλος
Περί της Στρατιωτικής Εκγυμνασης και Εκπαίδευσης στο Βυζάντιο κατά την Υστερη Περίοδο (1204-1453)
Βυζαντινά Σύμμεικτα, 22, 2012
(ελαφρά διασκευασμένο χάριν συντομίας)

Διάφοροι τύποι Βαλκάνιων πολεμιστών αντιμετωπίζουν έναν Φράγκο

Μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν στην απόδοση ενός στρατεύματος είναι το ηθικό των πολεμιστών, ο εξοπλισμός τους, η πολεμική τακτική και, σε ανώτερο επίπεδο, η επιλεγείσα στρατηγική.
Σε αυτούς προστίθεται η στρατιωτική εκπαίδευση. Ο βαθμός ρεαλισμού της εκπαίδευσης, η διάρκεια και η έντασή της αποτελούν θεμελιακούς λίθους για την προετοιμασία των μαχητών. Συνδέεται άρρηκτα με την τακτική και την επιτυχία κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς οι στρατιώτες καλούνται να πολεμήσουν κατά τον τρόπο που εκπαιδεύτηκαν, ειδάλλως η μεν εκπαίδευση αποτυγχάνει ως προς το σκοπό της, η δε μαχητική ικανότητα του στρατεύματος αμφισβητείται πριν καν αυτό εισέλθει στη μάχη.

Οι Βυζαντινοί, κληρονόμοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής στρατιωτικής παράδοσης, ασχολήθηκαν με ζητήματα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Τα εγχειρίδια περί τακτικής και πολιορκητικής που έχουν διασωθεί, προορίζονταν για την θεωρητική εκπαίδευση και κατάρτιση των βυζαντινών αξιωματούχων. Συνήθως, περιελάμβαναν ειδικότερες οδηγίες για την εξάσκηση των στρατευμάτων.
Για την ύστερη περίοδο, δεν διαθέτουμε στοιχεία από στρατιωτικά εγχειρίδια, καθώς είτε δεν εγράφησαν είτε δεν σώζονται.
Παρά ταύτα, συγκεντρώνοντας στοιχεία από τις ιστορικές πηγές και κυρίως από επιστολές, εγκωμιαστικούς λόγους, φιλοσοφικές και συμβουλευτικές πραγματείες, σχηματίζουμε ικανοποιητική εικόνα των μεθόδων εξάσκησης των στρατιωτών.
Για τον 13ο-14ο αιώνα, αντλούμε από τα έργα των Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά και Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354), ενώ λιγότερο χρήσιμη αποδεικνύεται η Χρονική Συγγραφή του Γεωργίου Ακροπολίτη. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) διασώζει πληροφορίες σε επιστολές και κείμενά του, ενώ στοιχεία εντοπίζονται σε επιστολές και έργα λογίων, όπως ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο Δημήτριος Κυδώνης.
Καμία πληροφόρηση περί της στρατιωτικής εκπαίδευσης δεν μας παρέχουν οι ιστορικοί του 15ου αιώνα, για τον οποίο ορισμένες πληροφορίες υπάρχουν σε κείμενα ξένων περιηγητών. Την έλλειψη στοιχείων, ιδιαίτερα στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, θα πρέπει να την αποδώσουμε όχι μόνο στην έλλειψη σχετικών πηγών, αλλά και στην σταδιακή υποβάθμιση της ισχύος και της αριθμητικής δύναμης του βυζαντινού στρατού.

Ο βυζαντινός στρατός την περίοδο μετά το 1204 περιελάμβανε ποικίλα στρατιωτικά σώματα, διακρινόμενα από την μέθοδο χρηματοδότησης, τον τρόπο με τον οποίο μάχονταν και τον οπλισμό τους ή την στρατιωτική υπηρεσία που επιτελούσαν. Καταγράφονται έφιπποι πολεμιστές, βαριά ή ελαφρά οπλισμένοι, ιπποτοξότες, πεζοί αλλά και στρατιωτικά σώματα όπως η αυτοκρατορική φρουρά, οι φρουρές των κάστρων, οι φρουροί των συνόρων.
Η χρηματοδότησή τους εξασφαλιζόταν με διάφορες μεθόδους. Μία από αυτές ήταν το σύστημα της πρόνοιας, στο οποίο θα αναφερθούμε αργότερα. Άλλες κατηγορίες στρατιωτών ήταν όσοι λάμβαναν καλλιεργήσιμη γη σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής τους υπηρεσίας και οι μισθοφόροι, που έτειναν να αποτελέσουν μόνιμο τμήμα του στρατού κατά την ύστερη περίοδο. Η πλειονότητα των πληροφοριών που διαθέτουμε για τη στρατιωτική εκπαίδευση, αφορά τους έφιππους πολεμιστές, και κυρίως εκείνους που ανήκαν στο αυτοκρατορικό περιβάλλον.
Για την ύστερη περίοδο, μας παραδίδεται η εικόνα ότι οι Βυζαντινοί (έστω και σε θεωρητικό επίπεδο) αναγνώριζαν την αξία της στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Ο Νικηφόρος Χούμνος αναφέρει ότι ο στρατηγός πρέπει να δίδει ιδιαίτερη σημασία και να επιμελείται της εκπαιδεύσεως των στρατιωτών, καθώς, εάν την αμελήσει, το αρνητικό αποτέλεσμα θα ανακύψει στη μάχη.
Και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ (1448-1453), αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη στρατιωτική εκπαίδευση, πρακτική και θεωρητική.
Αν και δεν διαθέτουμε στοιχεία για οργανωμένη στρατιωτική εκπαίδευση και εξάσκηση υπό μορφή γυμνασίων, διαθέτουμε ικανοποιητικές πληροφορίες για τρείς δραστηριότητες που θεωρούνται ως βασικές μέθοδοι εξάσκησης, ατομικής και συλλογικής, των στρατιωτών (κατά σειρά σπουδαιότητας):

α) το «τζυκάνιον»
β) τις κονταρομαχίες και
γ) το κυνήγι.

Το μεσαιωνικό Πόλο σε ισλαμική μινιατούρα

α) Το «τζυκάνιον» ήταν ένα αθλητικό παιχνίδι για το οποίο διαθέτουμε πληροφορίες ότι αποτελούσε μορφή στρατιωτικής εκπαίδευσης·με τη σύγχρονη ορολογία αντιστοιχεί στο άθλημα «πόλο επί ίππου». Διεξαγόταν σε κατάλληλο χώρο (το «τζυκανιστήριον») από δύο έφιππες ομάδες, κάθε μία από τις οποίες προσπαθούσε με χρήση μπαστουνιών να θέσει μια μπάλα στο τέρμα της άλλης. Ήταν δημοφιλές μεταξύ της βυζαντινής αριστοκρατίας και από τη φύση του αποτελούσε άθλημα που συνδεόταν με τους έφιππους πολεμιστές. Σε συμβουλευτικό λόγο του ο Νικηφόρος Βλεμμύδης κρίνει το τζυκάνιο, παρά την δημοτικότητά του, ως μη επωφελές για την εκπαίδευση των στρατιωτών. Ενδεχομένως ο βυζαντινός λόγιος είχε υπόψη του άλλες μορφές άσκησης, όπως οι κονταρομαχίες, τις οποίες θεωρούσε χρησιμότερες από το τζυκάνιο. Ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρεται επίσης στην διεξαγωγή του συγκεκριμένου αθλήματος. Ακόμη, ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄, μεταξύ άλλων γυμνασίων, αναφερόμενος στο τζυκάνιο, το περιγράφει ως την άσκηση με το «σμικρὸν σφαιρίδιον». Είναι χρήσιμο να τονίσουμε ότι το πόλο επί ίππου είναι άθλημα που εξασκεί ιδιαίτερα στην ιππασία και απαιτεί από τον αναβάτη συνεργασία με το άλογο για να επιτευχθεί ευελιξία, ταχύτητα και ακρίβεια κινήσεων. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκπαίδευση ταχυκίνητων ιππέων και ιπποτοξοτών, συνεπώς και με την τακτική των Βυζαντινών κατά τον 13ο αιώνα, όπου κυριαρχούσε ο ανταρτοπόλεμος ή «έμμεσος» πόλεμος.

Οι βασιλόπαιδες της Αγγλίας συνεχίζουν την βυζαντινή παράδοση.

β) Διοργάνωση κονταρομαχιών μνημονεύεται για πρώτη φορά στο Βυζάντιο την περίοδο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180). Μετά το 1204 ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρεται σε διεξαγωγή κονταρομαχιών τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις. Διεξαγωγή τους αναφέρεται επίσης κατά τον 14ο αι. από τον Νικηφόρο Γρηγορά με πρωτοβουλία του Ανδρονίκου Γ΄ (1328-1341) και με αφορμή τη γέννηση του υιού του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391). Η αύξηση της συχνότητας διεξαγωγής κονταρομαχιών από τους Βυζαντινούς πρέπει να οφείλεται σε ενίσχυση της δυτικής επιρροής, μέσω της επαφής με τους Φράγκους που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει ότι οι ιππείς χωρίζονται σε δύο ίσες αριθμητικά ομάδες και διακρίνει το αγώνισμα σε «ντζούστρα», δηλαδή διαδοχική κονταρομαχία ενός εναντίον ενός ιππέα από κάθε ομάδα, και σε «τορνεμέν», όπου οι ομάδες εμπλέκονται ταυτόχρονα σε εκ του συστάδην σύγκρουση. Αυτές οι συγκρούσεις κατέληγαν σε μάχη σώμα με σώμα με χρήση ροπάλων και ήταν αρκετά βίαιες και επικίνδυνες, με αποτέλεσμα οι γηραιότεροι να αποτρέπουν τον αυτοκράτορα από τη συμμετοχή σε αυτές. Τα δύο είδη κονταρομαχίας μνημονεύει και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, προσθέτοντας ότι πρόκειται για αγωνίσματα με δυτική προέλευση. Ο Ruy Gonzalez de Clavijo, που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 15ου αι., μας πληροφορεί για διεξαγωγή κονταρομαχιών στον ιππόδρομο.
Ο Γάλλος περιηγητής Bertrandon de la Broquière παρέστη σε κονταρομαχία κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη το 1432. Αλλά η διεξαγωγή της διέφερε από την τυπική, δυτικού τύπου, κονταρομαχία. Οι ιππείς δεν συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά με χρήση ξύλινων κονταριών επιχειρούσαν να πετύχουν μία οριζόντια σανίδα, η οποία είχε αναρτηθεί σε έναν στύλο.
Οι κονταρομαχίες θεωρούνται ως μία μορφή άσκησης των ιπποτών πριν την πραγματική μάχη. Έχει όμως διατυπωθεί η άποψη ότι οι κονταρομαχίες δεν αποτελούσαν παρά ένα είδος αθλήματος («sport») με σχεδόν αποκλειστικό σκοπό την αναψυχή και την επίδειξη των ικανοτήτων των αριστοκρατών. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι σπάνια τα μεσαιωνικά στρατεύματα εμπλέκονταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση και, όταν αυτό συνέβαινε, οι τακτικές στις οποίες είχαν εξασκηθεί οι ιππείς εφαρμόζονταν ελάχιστα έως καθόλου στο πραγματικό πεδίο της μάχης. Η θέση αυτή φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή και επιβεβαίωση στην περίπτωση του Βυζαντίου.
Οι κονταρομαχίες, όπου γίνεται μνεία για αυτές στις πηγές μας, όπως αναλύσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, συνδέονται συνήθως με τον αυτοκράτορα και μέλη του περιβάλλοντός του, συνεπώς αποτελούσαν κύρια ενασχόληση της αριστοκρατίας, χωρίς να διαθέτουμε όμως στοιχεία ότι οι υπόλοιπες τάξεις του στρατού αποκλείονταν από αυτές. Επιπλέον, η φύση της τακτικής των Βυζαντινών, ιδιαίτερα κατά τον 13ο αιώνα, δεν μας επιτρέπει τη σύνδεσή της με την πρακτική άσκηση που παρείχετο με τις κονταρομαχίες.
Οι κονταρομαχίες δεν μπορούν να αποσυνδεθούν πλήρως από την πραγματική μάχη, διότι προσέφεραν εξάσκηση στην ιππασία με πλήρη εξοπλισμό, είτε κατά μόνας είτε σε ομάδα και ειδικά, όταν η κονταρομαχία εξελισσόταν σε σύγκρουση σώμα με σώμα, αντικατόπτριζε αρκετά ρεαλιστικά τις πραγματικές συνθήκες.
Η αναντιστοιχία της τακτικής που εφαρμοζόταν στην κονταρομαχία με την τακτική στην πραγματική μάχη δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πρώτη αποτελούσε αξιόλογη μορφή άσκησης ίππων και αναβατών.

Πιθανή αναπαράσταση του Βυζαντινού Πόλο

γ) Το κυνήγι, εκτός από μορφή αναψυχής και διασκέδασης, αποτελούσε άριστη ευκαιρία για σωματική άσκηση καθώς και εξάσκηση στην ιππασία και τη χρήση των όπλων. Οι πηγές αναφέρονται σε συμμετοχή των αυτοκρατόρων στο κυνήγι, ενώ, κατά τον πόλεμο με τους Βούλγαρους, το 1254-1256, ο Θεόδωρος Β΄ δεν θα δυσκολευτεί να χρησιμοποιήσει τους επαγγελματίες κυνηγούς ως «ερασιτέχνες» στρατιώτες για να αυξήσει την αριθμητική ισχύ του στρατεύματός του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Μανουήλ Β΄ (1391-1425) στην Λήμνο (1389-1390), ο Δημήτριος Κυδώνης αποστέλλει επιστολή, στην οποία εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την μη λήψη απάντησης σε προηγούμενες επιστολές του. Θεωρεί ότι ο λόγος της ολιγωρίας του αυτοκράτορα είναι η ενασχόλησή του με το κυνήγι, του οποίου την χρησιμότητα αναγνωρίζει για τη στρατιωτική εξάσκηση:
«Χρῶ τοίνυν θήρᾳ, ἱκανῶς στρατιώτου καὶ σῶμα πρὸς πόνους καὶ διάνοιαν πρός τε πολεμίων ἀποφυγὰς καὶ αὖ ἐπιθέσεις ταῖς κατὰ τῶν θηρίων ἐπιβουλαῖς δυναμένῃ γυμνάζειν, ...».
Σε επιστολή του Λουκά Νοταρά περιγράφονται οι αρετές ενός ίππου κατάλληλου για κυνήγι, στις οποίες συγκαταλέγονται η κίνηση σε δύσβατα και ορεινά εδάφη, η υπερπήδηση τάφρων και εμποδίων, ικανότητες οι οποίες απαιτούν ιππευτική δεινότητα και προετοιμάζουν τον αναβάτη για συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Εκτός των ανωτέρω, υπό μία έννοια «έμμεσων» μορφών στρατιωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει ο στρατός να διεξήγε ασκήσεις και στρατιωτικά γυμνάσια, για τις οποίες οι πληροφορίες μας είναι ανεπαρκείς. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ σε κείμενό του αναφέρεται στην εξάσκηση στην ιππασία (με και χωρίς αναβολέα), στη χρήση δόρατος και ασπίδας, στη χρήση τόξου και ακοντίου. Σύμφωνα με τον Bertrandon de la Broquière, ο δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Β΄ (1407-1443) και η συνοδεία του ασκούνταν έφιπποι στην τοξοβολία με τον εξής τρόπο: ενώ κάλπαζαν, εκτόξευαν τα καπέλα τους στον αέρα και στη συνέχεια τα στόχευαν με τα τόξα τους.
Πέρα από την πρακτική εκπαίδευση, οι στρατιωτικοί ηγέτες τουλάχιστον, μελετούσαν σχετικά στρατιωτικά εγχειρίδια, όπως υπονοείται στον επιτάφιο του Ιωάννη Γ΄ (1222-1254) από τον Γεώργιο Ακροπολίτη:
«Οὐ γὰρ ἐξ ἱπποσύνης ἢ τοξοσύνης ἢ τοῦ πέμπειν εὐστόχως βέλος ἢ κραδαίνειν εὐφυῶς δόρυ ἢ ἀσπίδα προβάλλεσθαι δεξιῶς οὐδ᾽ ἐκ ταχυτέρων τινῶν κινημάτων τῶν μικρῶν ὄντων ἀξίων ὁ βασιλεὺς ἀρτίως ἐξώρμηται, ἅπερ ὡς ἐν μέρει παιγνίων πάλαι τούτῳ νενόμισται, εἰ καὶ εἰς ἄκρον ἐξείργασται, ἀλλ᾽ ἐκ λόγων καὶ βίβλων καὶ φιλοσοφίας αὐτῆς, ἀλλ᾽ ἐκ μαθημάτων καὶ ἐξ ἀκροτάτης τῶν ὄντων γνώσεως».

Ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις (1204-1222) παρουσιάζεται από τον Νικήτα Χωνιάτη όχι μόνο ως θεωρητικός γνώστης των «νόμων της τακτικής», αλλά και ως ηγεμόνας που τους εφαρμόζει και συμμετέχει ενεργά στις επιχειρήσεις. Ανάλογο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση του στρατού εκφράζει σε επιστολή του ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, απευθυνόμενος στον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι διοικητές του στρατού ελάμβαναν γραπτές οδηγίες από τον αυτοκράτορα για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να προετοιμάσουν και παρατάξουν το στράτευμα για μάχη, όπως για παράδειγμα αναφέρει ο Γεώργιος Ακροπολίτης ότι έπραξε ο Ιωάννης Γ΄ κατά την εκστρατεία του 1249 στη Ρόδο. O Ιωάννης Καντακουζηνός μας πληροφορεί ότι η απόκτηση εμπειρίας περί τα στρατιωτικά εξασφαλιζόταν και με τη μαθητεία κοντά σε ηγετικά στελέχη του στρατεύματος.

Δεν διαθέτουμε αναλυτικές πληροφορίες για την εκπαίδευση των ανώτερων αξιωματούχων και διοικητών του στρατού. Πρέπει να συμμετείχαν στην εκπαίδευση των στρατιωτικών σωμάτων, κυρίως των ιππέων, και σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε η εμπειρία τους από προηγούμενες συγκρούσεις, στις οποίες είχαν λάβει μέρος. Παραδείγματα αποτελούν ο Μιχαήλ Η΄ (1259-1282) με την πλούσια πολεμική δράση του, πριν αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας, και οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Γ΄, Ιωάννης ΣΤ΄ και Μανουήλ Β΄.
Η στρατιωτική εκπαίδευση και παιδεία την οποία ελάμβαναν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αναφέρεται σε εγκώμια και πανηγυρικούς λόγους, όπου είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε σε ποιό βαθμό αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ή υπηρετεί μόνο την τυποποιημένη, στερεότυπη μορφή εξύμνησης του ηγεμόνα.
Ο Μανουήλ Φιλής, σε ποίημα του προς τον αυτοκράτορα, αφιερώνει αρκετούς στίχους στη στρατιωτική παιδεία του, μνημονεύοντας συμμετοχή στο κυνήγι αλλά και σε κονταρομαχίες:

Τὸ γὰρ φέρειν θώρακα καὶ δόρυ στέγειν
ἐν τῇ κατὰ πρόσωπον ἱππηλασίᾳ

Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος (1306-1338), δευτερότοκος υιός του Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) και της Ιολάντας του Μονφερράτου (της μετέπειτα αυτοκράτειρας Ειρήνης), ανέλαβε την διοίκηση της μαρκιωνίας μετά τον θάνατο του Ιωάννη Α΄ (1292-1305), αδελφού της Ιολάντας, ο οποίος δεν είχε απογόνους. Το 1326-1327 συνέταξε στα ελληνικά πραγματεία, με σκοπό να δώσει συμβουλές στους συμπατριώτες του περί τα στρατιωτικά, την οποία αργότερα μετέφρασε ο ίδιος στα λατινικά. Το ελληνικό πρωτότυπο δεν έχει ανευρεθεί, και από το λατινικό κείμενο σώζεται μόνο ένα μικρό απόσπασμα. Το έργο μας είναι γνωστό μέσω μίας γαλλικής μετάφρασης από το λατινικό κείμενο.
Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος είχε αποκτήσει πολεμική εμπειρία στη Δύση, ενώ δεν γνωρίζουμε εάν είχε συμμετάσχει σε επιχειρήσεις κατά το διάστημα παραμονής του στο Βυζάντιο. Αν και δεν περιλαμβάνει οδηγίες για την στρατιωτική εκπαίδευση, ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι στρατιωτικοί ηγέτες αγνοούν τα σχετικά κείμενα. Για τον λόγο αυτό συνέγραψε το εγχειρίδιο, προκειμένου δηλαδή, να μεταδώσει την εμπειρία του και να καθοδηγήσει τους συμπατριώτες του, άρα υπό αυτή την έννοια είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα.


Πολλοί σύγχρονοι υποστηρίζουν ότι το μόνο αγώνισμα που συνδεόταν με τον πόλεμο ήταν το κυνήγι. Εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη άποψη δεν ευσταθεί, καθώς μετά από προσεκτικότερη μελέτη των διατιθέμενων στοιχείων διαπιστώσαμε ότι και άλλες αθλητικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες, όπως το τζυκάνιον, αλλά και υπό μία έννοια και οι κονταρομαχίες, συνδέονταν με τη στρατιωτική εκπαίδευση.

Ολοκληρώνοντας θα επιχειρήσουμε να συνδέσουμε την εκπαίδευση με το ζήτημα της σχετικής αναποτελεσματικότητας του βυζαντινού στρατού κατά την ύστερη περίοδο. Η στρατιωτική αδυναμία του Βυζαντίου εκπορεύτηκε κατά κύριο λόγο από την οικονομική του καχεξία και την έλλειψη ικανής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Σε αυτούς τους παράγοντες μπορούμε να προσθέσουμε και την ανεπαρκή στρατιωτική εκπαίδευση.
Την αποτελεσματική και συστηματική εκπαίδευση του βυζαντινού ιππικού δεν ευνοούσε και το σύστημα της πρόνοιας, το οποίο δεν συνέβαλλε, σε αντίθεση προς τον θεσμό του φέουδου στη Δύση, στην στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας.
Το κράτος παραχωρούσε προσόδους ή οικονομικά δικαιώματα, όπως για παράδειγμα τη συλλογή των φόρων συγκεκριμένων ιδιοκτησιών, σε ένα φυσικό πρόσωπο με υποχρέωση εκ μέρους του εκτέλεσης στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι στρατιώτες που αμείβονταν μέσω του θεσμού της πρόνοιας πολεμούσαν κατά βάση έφιπποι και συμπεριλαμβάνονταν στους καλύτερα εξοπλισμένους του βυζαντινού στρατού. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι οι κάτοχοι πρόνοιας συγκροτούσαν μονάδες ιππικού και κύρια βαρέως οπλισμένου. Η πρόνοια, αν και στο παρελθόν συσχετίστηκε και εν μέρει εξομοιώθηκε με το δυτικό φέουδο, παρά ταύτα δεν φαίνεται να αποτελεί ισοδύναμο θεσμό. Μία από τις κύριες διαφορές τους είναι πως στον θεσμό της πρόνοιας δεν υφίσταται σχέση κυρίου–υποτελούς, όπου ο δεύτερος όφειλε στον πρώτο παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών.
Τον Μεσαίωνα η στρατιωτική εκπαίδευση δεν είχε τη συστηματική μορφή, την οποία έλαβε όταν τα στρατεύματα εξελίχθηκαν και οργανώθηκαν στους μόνιμους πλήρως επαγγελματικούς στρατούς της Αναγέννησης και του 19ου αιώνα.
Στη Δύση ο «κύριος» (senior) ήταν επικεφαλής ομάδας υποτελών με τους οποίους συμμετείχε στις εκστρατείες. Οι «κύριοι» μπορεί με τη σειρά τους να ήταν υποτελείς άλλων φεουδαρχών, και κατά αυτό τον τρόπο δημιουργείτο μια φεουδαρχική ιεραρχία, ανώτατη κορυφή της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας ή ο βασιλέας, άρα εξασφαλιζόταν η συμμετοχή μεγάλου τμήματος των δυναμένων να φέρουν όπλα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Αντίθετα, η σχέση του κατόχου της πρόνοιας και των παροίκων εξαντλείτο στον οικονομικό τομέα και οι τελευταίοι δεν προσέφεραν κάποιας μορφής στρατιωτική υπηρεσία. Ακόμη, αν και δεν είναι απολύτως διευκρινισμένο, οι κάτοχοι πρόνοιας διέμεναν μόνιμα στην ευρύτερη περιοχή από όπου αντλούσαν την πρόσοδό τους (ενδεχομένως στα αστικά κέντρα) και επισκέπτονταν τουλάχιστον περιοδικά τις εκτάσεις, με τις οποίες συνδεόταν το εισόδημά τους.
Τα στοιχεία αυτά παρέχουν σημαντική πληροφόρηση για την αποτελεσματικότητα των βυζαντινών ιππέων. Ο κατακερματισμός των εν λόγω εκτάσεων συντελούσε στον διασκορπισμό των στρατιωτών στις διοικητικές περιοχές της αυτοκρατορίας, γεγονός που στερούσε την δυνατότητα όχι μόνο γρήγορης επιστράτευσής τους, αλλά και αποτελεσματικής συνεκπαίδευσής τους. Οι βυζαντινοί ιππείς όχι μόνο ήταν μεταξύ τους απομονωμένοι γεωγραφικά, αλλά και δεν συγκροτούσαν μικρές στρατιωτικές ομάδες, λόγω απουσίας της έννοιας κυρίου–υποτελούς. Ο θεσμός της πρόνοιας αποτελούσε κυρίως μέθοδο χρηματοδότησης των στρατιωτών, χωρίς να συντελεί στην πολεμική ετοιμότητα και την στρατιωτική προετοιμασία των κατόχων της, όπως συνέβαινε στην Δύση, όπου οι φεουδαρχικές δομές συντελούσαν στην στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και ενίσχυαν τον επαγγελματισμὀ των πολεμιστών.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα στράτευμα με χαμηλή συνοχή, το οποίο, ιδιαίτερα όταν απουσίαζε η κατάλληλη ηγεσία, παρουσίαζε δείγματα απειθαρχίας και έτεινε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Στην χαμηλή συνοχή συνέβαλε και η επιστράτευση πολλών μισθοφόρων ή μισθοφορικών ομάδων διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης, τους οποίους δεν κατάφεραν οι Βυζαντινοί να εντάξουν στο στρατιωτικό τους σύστημα και να τους επιβάλουν αποτελεσματικό πολιτικό έλεγχο.
Την απειθαρχία και το χαμηλό επίπεδο ορισμένων στρατιωτών παρουσιάζει ο Θεόδωρος Υρτακηνός σε επιστολή του με αποδέκτη τον Θεόδωρο Μετοχίτη, όπου αποτυπώνει την εικόνα ενός βαθμοφόρου (δέκαρχος) με ιδιαίτερες επιδόσεις στην οινοποσία και τα τυχερά παίγνια, ο οποίος έχει τεθεί επικεφαλής εννέα στρατιωτών ανάλογης ποιότητας. Συντριπτική είναι και η σύγκριση των στρατιωτών που διέθετε ο Ιωάννης Γ΄ με εκείνους του 14ου αιώνα, συγχρόνους του συγγραφέα του βίου του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος, οι οποίοι:
τὸ τοῦ λόγου ἄνδρας κοὐκ ἄνδρας, ἀνδρικοὺς μὲν τὴν ἀσέβειαν, τὸν τρόπον δὲ θηλυδρίας, δειλοὺς ανοήτους ἐκλελυμένους ἰταμοὺς ἀναιδεῖς ἀκολάστους ὑβριστὰς λῃστὰς ἅρπαγας ἐπιβούλους κωμαστὰς διερρυηκότας, κτήμασιν ἀλλοτρίοις εφαλλομένους, ἀγρῶν καὶ κήπων καὶ ἀλσῶν καὶ ἀμπέλων ὀλοθρευτὰς ἀπανθρώπους ....
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο υπήρχε ενασχόληση με την εκγύμναση των πολεμιστών και γενικότερα την στρατιωτική εκπαίδευση. Το τζυκάνιον, οι κονταρομαχίες και το κυνήγι αποτελούσαν δραστηριότητες που συνέβαλλαν στην εξάσκηση των στρατιωτών και εμμέσως τους προετοίμαζαν ώστε να υπομένουν τις κακουχίες της εκστρατείας και τις απαιτήσεις της ένοπλης σύγκρουσης, ενώ παράλληλα συνεχιζόταν η μελέτη θεωρητικών κειμένων περί της τακτικής, προερχόμενων από τη δεξαμενή της μακράς βυζαντινής παράδοσης.
Η απουσία, όμως, συστηματικής και αποτελεσματικής εκπαίδευσης των στρατευμάτων κατά την ύστερη περίοδο, δεν δημιουργούσε τις απαιτούμενες συνθήκες για την καλλιέργεια πνεύματος συναδελφικότητας και πειθαρχίας μεταξύ των πολεμιστών, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τη ρευστή πολιτική κατάσταση και τη διασπασμένη βυζαντινή διοίκηση συχνά συνέτειναν στην αποτυχία στο πεδίο της μάχης.
Οι όποιες προσπάθειες αναδιοργάνωσης του στρατεύματος και αποτελεσματικής εκπαίδευσης προσέκρουσαν στην αριθμητική του ανεπάρκεια, ιδιαίτερα έναντι της οθωμανικής πλημμυρίδας, στη δεινή οικονομική κατάσταση, στις έριδες και τις εμφύλιες διαμάχες του 14ου και 15ου αιώνα, με αποτέλεσμα να καταδικαστούν σε αποτυχία.




2 σχόλια:

  1. Η πρόνοια, αν και στο παρελθόν συσχετίστηκε και εν μέρει εξομοιώθηκε με το δυτικό φέουδο, παρά ταύτα δεν φαίνεται να αποτελεί ισοδύναμο θεσμό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή