Ο Μαυροειδής κι ο Χάρος Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη |
Φυσικά το θέμα δεν αναλύεται σε δυο γραμμές. Μια ιδέα δίνουμε
εδώ...
Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως οι απόψεις περί μέλλουσας ζωής και θανάτου όπως εκφράζονται στα Δημοτικά μας τραγούδια έχουν ελάχιστη σχέση με τον Χριστιανισμό. Οι νεκροί δεν έχουν καμιά ελπίδα μεταθανάτιας ανταμοιβής και ζουν, ανεξάρτητα από το αν ήταν καλοί ή κακοί στον επίγειο βίο τους, δυστυχισμένοι σε έναν μίζερο Κάτω Κόσμο όπου δεν υπάρχουν οι χαρές της ζωής.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως οι απόψεις περί μέλλουσας ζωής και θανάτου όπως εκφράζονται στα Δημοτικά μας τραγούδια έχουν ελάχιστη σχέση με τον Χριστιανισμό. Οι νεκροί δεν έχουν καμιά ελπίδα μεταθανάτιας ανταμοιβής και ζουν, ανεξάρτητα από το αν ήταν καλοί ή κακοί στον επίγειο βίο τους, δυστυχισμένοι σε έναν μίζερο Κάτω Κόσμο όπου δεν υπάρχουν οι χαρές της ζωής.
«Ο θάνατος θεωρείται συνήθως παρά του λαού ως στέρησις των αγαθών της ζωής
και ουχί ως απόλαυσις καλλιτέρου μέλλοντος, όπως ο χριστιανισμός διδάσκει.» «Ο
ελληνικός κόσμος ιδίως εράται της ζωής αποστρέφων επί μάλλον από του θανάτου το
πρόσωπον». (Νίκος Πολίτης)
Αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι καν αρχαίες Ελληνικές, όπως αυτές
μας έχουν παραδοθεί από την γραπτή παράδοση. Η μεταθανάτια αμοιβή και η μετενσάρκωση,
τα δήθεν πανάρχαια και... προϊστορικά διδάγματα του Ορφισμού, είναι άγνωστα στο
λαό.
Έχει παρατηρηθεί πως:
«η Ελλάς, επίσης /..../διατηρεί
και εν τοις δημοτικοίς αυτής άσμασιν επαναλαμβάνει μύθους ανερχομένους ίσως εις
εποχήν προγενεστέραν των ελληνικών χρόνων συνδεομένους κατά πάσαν πιθανότητα
μετά των πρώτων εξ Ασίας μεταναστεύσεων των αρυανών φύλων. Τοιούτος εστίν επί
παραδείγματι ο μύθος του Χάρου. /.../ Ο Χάρος ούτος εστιν ο θεός του θανάτου. Και
άλλοτε και νυν έτι συγχέουμε τούτον μετά του Χάρωνος (σημ του Δ. Σ. του βαρκάρη του Κάτω Κόσμου εννοεί) ου ουδέν χαρακτηριστικόν διετήρησεν...»
(Νίκος Πολίτης)
Δεν είναι ανάγκη να φτάσουμε στην... Ασία για να αναλύσουμε τις
ρίζες του λαϊκού μας πολιτισμού. Από την Ασία ήρθαν οι Ολύμπιοι θεοί και η
ξενόφερτη λατρεία τους, που ποτέ, όπως και ο Χριστιανισμός αργότερα, δεν
μπόρεσαν να επηρεάσουν σε βάθος τις λαϊκές αντιλήψεις. Μια απλή ματιά στο
σύνολο των λαϊκών μας παραδόσεων θα πείσει πως μόνο εξωτερικά συνδέονται με τις
δυο θρησκείες του Ελληνισμού, και πως εξ αρχής έχουν εξελιχθεί αυτόνομα από
αυτές.
Να δυο από αυτές τις εξωτερικές επιδράσεις:
Ο Χάρος κυρίως σκοτώνει με βέλη, όπως οι θεοί των επιδημιών
και των αιφνιδίων θανάτων, Απόλλων και Άρτεμη.
Και είναι πάντα καβαλάρης, όπως ο Θάνατος της Αποκάλυψης: 6,
8 «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ' αὐτοῦ·»
Ο Χάρος δεν είναι ο γνωστός σκελετός με το δρεπάνι, όπως τον
φαντάζονται οι Δυτικοί. Είναι πελώριος, δυνατός ήρωας, μαχητής και πολεμιστής, όπως
παρίσταναν τον θάνατο και οι αρχαίοι Έλληνες.
«και να σου τον κι
επρόβαλλε στους κάμπους καβαλλάρης
Σαν αστραπή ‘ν’ το
βλέμμα του σαν τη φωτιά η βαφή του
Σα δυο βουνά οι ώμοι
του σαν κάστρο η κεφαλή του»
«είδα τον Χάρον κι
έτρεχε στους κάμπους καβαλάρης
Σέρνει τους νιους απ
τα μαλλιά τους γέρους απ τα χέρια
Φέρνει και τα μικρά
παιδιά στη σέλλα αρμαθιασμένα»
Στις γραπτές, λόγιες παραλλαγές του Έπους του Διγενή,
βρίσκουμε αντιλήψεις περί θανάτου και μέλλουσας ζωής που ελάχιστα απέχουν από
αυτές των Δημοτικών τραγουδιών.
Ο ανώνυμος συγγραφέας (ή διασκευαστής) είναι ακραιφνώς
Ορθόδοξος και δεν διαχωρίζει την θέση του από αυτήν της επίσημης Εκκλησίας.
Αλλά, μια που οι πηγές του είναι Δημώδεις και λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με
μηχανικό τρόπο, αφήνει να διαφανούν οι πηγές του, αλλά και η κοσμοθεωρία τους.
Το παρακάτω απόσπασμα, όπου ο ετοιμοθάνατος Διγενής μιλά στην
αγαπημένη του, γεννά τον πειρασμό να το διασκευάσουμε ελάχιστα και να το
παρουσιάσουμε ως γνήσιο Δημοτικό.
Είναι, προφανώς, παρμένο από ένα λαϊκό «άσμα» της εποχής,
πιθανότατα μάλιστα, μοιρολόι:
Παραλλαγή Άνδρου-Αθηνών στ. 4496 κ.έ.
«Τώρα πηγαίνω κόρη
μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
Εισέ ταξίδι μακρυνό
και πλέον δεν γυρίζω
Διατί είναι τόποι
σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες
Οι δρόμοι δεν
γνωρίζονται οπίσω να γυρίσω,
Και όστις πηγαίνει
στέκεται ώσπερ τυφλός στο σκότος
Εκεί ανδρείοι
στέκονται και βασιλείς μεγάλοι
Αρχιερείς και ιερείς
‘γουμένοι κι ασκητάδες
Εκεί Σαμψών και
δυνατοί και γίγαντες μεγάλοι
Και φοβεροί και
θαυμαστοί εμίσεψαν απ΄έδω
Όλοι εκεί ευρίσκονται
ωσάν φυλακισμένοι
Ουδένας δεν εγύρισεν
από τον κόσμον κείνον
Και ουδέ μένα
αφίνουσιν να στρέψω πάλιν πίσω
Εκεί στον τόπον
βρίσκεται ο ποταμός της Λήθης
Και όστις πάγει πίνει
τον και λησμονεί τον κόσμον
Τον κόσμον τούτον που
θωρείς οπού διώχνει μένα
και δεν μ’ αφήνει δια
να ζω αλλά με παραδίδει
στον Χάροντα να με
κρατεί και σκλάβον να με έχει
στα σκοτεινά, στα
ξέστρωτα στον Άδην σφαλισμένον
γυμνώνει με τον
ταλαίπωρον, τα κόκκαλα μ’ αφήνει
το κάλλος και το
άνθος μου εκείνος μου το παίρνει
άμορφον και
αγνώριστον αφήνει με τον ξένον
τον έρημον και
άπορον, ευγενική μου αγάπη
και δια τούτο λέγω
σου το φοβερό ετούτο
το τρομερό και φοβερό
θανάτου το ποτήρι
οπού το πίνω τώρα ‘γω
και πάγω εις τον Αδην
και θέλεις κλάψει
θλιβερά μ’ όσην αγάπην έχεις»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου