Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Ο Διγενής κι η κόρη

(Ο Διγενής ετοιμάζεται να κλέψει την κόρη του Στρατηγού - αποσπάσματα)


Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη.
Ο Διγενής κλέβει την καλή του

Α. Ρωσική παραλλαγή.

….Και μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, η κόρη του Στρατηγού έτρεξε στο παράθυρο και είπε στον Διγενή :
«ώ φωτεινέ ήλιε κι αφέντη μου, σε λυπάμαι και φοβάμαι μη χάσεις τη ζωή σου για την αγάπη μου. Γιατί, πολλοί άλλοι χάθηκαν γι αυτό το λόγο, χωρίς καν να με δουν και να μου μιλήσουν.  Ποιος είσαι εσύ και έχεις τόσο θάρρος; Μάθε πως ο κύρης μου είναι αντρειωμένος, και τ’ αδέλφια μου δυνατά, και οι άντρες του πατέρα μου είναι τόσο γενναίοι που τα βάζει με εκατό ο καθένας, κι εσύ δεν έχεις αρκετούς πολεμιστές μαζί σου…»
Και τότε ο Διγενής λέει στην κόρη :
«Θα σε σκότωνα τώρα δα αν δεν φοβόμουν τον Θεό! Απάντησε αμέσως! Τι σου αρέσει; Να είσαι η γυναίκα του Διγενή Ακρίτα, ή να γίνεις δούλα και σκλάβα του;»
Με τα λόγια τούτα, η κόρη δάκρυσε:
«Αν η αγάπη σου για μένα είναι μεγάλη, άρπαξέ με τώρα, που ο πατέρας μου και τα’ αδέλφια μου δεν είναι εδώ. Αλλά γιατί να με αρπάξεις; Έρχομαι μόνη μου μαζί σου… Μόνο βάλε μου ρούχα αντρίκια, γιατί αντρίκιο θάρρος έχω. Και αν στον κάμπο προσπαθήσουν να με πιάσουν, μπορώ να πολεμήσω. Πολλοί άντρες δεν μπορούν να σταθούν μπρος στη δύναμή μου.»
Χάρηκε πολύ ο Διγενής ακούγοντας αυτά και είπε στην κόρη :
«Όχι. Αυτά που λες δεν με αρέσουν. Ντρέπομαι τον κύρη και τ’ αδέλφια σου. Θα πουν:
‘σαν κλέφτης ήρθε ο Διγενής και μας άρπαξε την κόρη’.
Να τι σε προστάζω να κάνεις: Όταν γυρίσουν, να τους πεις πως θα έρθω να σε αρπάξω!»

Β. Παραλλαγή Εσκοριάλ


Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη.
Ο Διγενής κι η κόρη.


Διγενής:
-Καλά λέγεις κοράσιον; ούτως με συντυχαίνεις;
Εγώ μόνος και μοναχός φουσσάτα πολεμίζω
και μοναχός μου δύναμαι όλα να τα νικήσω
και κάστρα ν΄αντιμαχιστώ, θηρία να φονεύσω
και εσύ αδελφούς σου μου λαλείς, πατέραν και γενέαν;
Κουρούνες πόσες ημπορούν αετού βρώμα (=φαΐ) να πάρουν;
………………………
Και μη δοκείς βεργόλιγε, η πάντερπνος η κόρη
ως δια φόβον του λαού (=στρατού) λέγω σου να υπάμεν.
Μα τον Άγιον Θεόδωρον, τον Μέγαν Απελάτην
ότι μηδέ μας νοήσουσιν και αποκλείσουν μας ώδε,
Αμή εις τον κάμπον λέγω σου, όσοι θέλουν ας έρθουν
και τότε ίδεις τον κύρκαν που φιλείς και πλέον με αγαπήσεις
……….
Εκείνος την εδέξατο ομπρός στο μπροστοκούρβιν
στρεφνά γλυκέα εφιλήσασιν ως και το δίκαιον είχαν
κι επίασαν την στράταν τους, χαιράμενοι υπαγαίνουν
Και εστράφην ο νεώτερος, φωνήν μεγάλην σύρει:
«Εύχου με κύρη στρατηγέ μετά της θυγατρός σου!»
Κι εκείνος ως τον ήκουσεν και τον αχόν του μαύρου
φωνήν μεγάλην έσυρεν:
«Εχάσα το παιδίν μου!»
«Αγούροι από του Λύκαντος, αγούροι από την βίγλαν (=επιφυλακή-φρουρά)
βοηθείτε εις το παγκόπελον, επήρεν το παιδί μου!»
Κι όσ’ άστρα ειν στον ουρανόν και φύλλα είν’ στα δένδρα
κι όσα πουλίτσια πίνουσιν εις την Ικέα (=Νίκαια) την λίμνην
ούτως εκαταπέτουντα οι σέλλες εις τους μαύρους
Και όσοι τον εγνωρίζασιν εστρώναν κι αποστρώναν
Και όσοι ουδέν τον εγνώριζαν, πηδούν καβαλλικεύουν.
Σουδάλης ο Σαρακηνός από την πέραν βίγλαν
τέντας οκτώ επήδησεν και δεκαοχτώ κουρτίνες (=μάντρα στρατοπέδου)
φαρία τεσσαράκοντα να κάτσει εις το εδικόν του….