Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Απόκοπος. Το πρώτο λαϊκό ανάγνωσμα που τυπώθηκε. (1509)

Ο Απόκοπος του Μπεργαδή.
Το πρώτο Ελληνικό λαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα που τυπώθηκε σε βιβλίο.

Μελέτη, επιμέλεια: Δημήτρης Σκουρτέλης


Ο “Απόκοπος” είναι ένα ποίημα του Μπεργαδή, ενός άγνωστου κατά τα άλλα ποιητή. Ο τίτλος προέρχεται από τον πρώτο του στίχο (Μίαν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα) και έχει σαν θέμα μια περιήγηση στον Κάτω Κόσμο, ένα θέμα πανάρχαιο και δημοφιλέστατο.
Το ποίημα ήταν διαδεδομένο, και πολλοί στίχοι του επέχουν θέση παροιμίας. Η εικόνα του Κάτω Κόσμου είναι αυτή των Δημοτικών Τραγουδιών. Οι επιδράσεις από τα Ακριτικά έπη είναι διαφανείς. Η κοινωνική κριτική του, είναι οξύτατη και ίσως, ακόμα επίκαιρη.

Αλλά αυτό που έχει την μεγαλύτερη αξία σε αυτά τα πρώιμα Νεοελληνικά λογοτεχνήματα, είναι η Γλώσσα.

...εἶπα των: "Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
ἐκ τὰ θυμᾶσθε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπέκει:
ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργεῖ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
χρόνος ὁ δωδεκάμηνος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει.
Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται,
καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται"...”

Τὸν Χάρον τως ἐσπείρασιν, θάνατον ἐθερίσαν,
κόπους τοὺς ἀγωνίζοντα ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν”


Η ζωντανή λαϊκή, εκφραστική Ελληνική γλώσσα, που είναι ήδη τόσο καλλιεργημένη που αποτελεί πιά ένα τέλειο μέσο έκφρασης, και αποδείχνει την ενεργή ποιητική της χρήση της προηγούμενους, βυζαντινούς αιώνες.
Δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, πολλά τέτοια μνημεία, διότι τα περισσότερα ήταν διαδεδομένα προφορικά.

Μια γλώσσα που οι λόγιοι έκαναν το παν για να καταπνίξουν...



Ο Απόκοπος τυπώθηκε στην Βενετία, από ένα τυπογραφείο που ίδρυσαν Κρητικοί:

Κρήτες τυπογράφοι στη Βενετία τα χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη
Ζαχαρίας Καλλιέργης και Νικόλαος Βλαστός (15ος-16ος αιώνας)


Ο Ζαχαρίας Καλλιέργης ή Καλλέργης και o Νικόλαος Βλαστός κατάγονταν από αρχοντικές οικογένειες του Ρέθυμνου. Και οι δυο είχαν τις ρίζες τους στα 12 αρχοντόπουλα του Βυζαντίου. Ο Ζ. Καλλιέργης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1473 και πήγε στη Βενετία γύρω στο 1490, όπου αρχικά εργάστηκε ως αντιγραφέας χειρογράφων. Ήταν λόγιος, καλλιγράφος, αντιγραφέας χειρογράφων, σχεδιαστής και κατασκευαστής τυπογραφικών στοιχείων, διορθωτής και επιμελητής κλασικών κειμένων. Αυτή η πολύπλευρη δραστηριότητα του δείχνει άνθρωπο με ευρεία μόρφωση στις τέχνες και τα γράμματα.

Ο Ν. Βλαστός γεννήθηκε και αυτός στο Ρέθυμνο στα μέσα του 15ου αιώνα, και στη Βενετία βρισκόταν τουλάχιστον από το 1480. Ήταν φιλόλογος, καλλιγράφος, αντιγραφέας χειρογράφων και συγχρόνως χαράκτης και σχεδιαστής τυπογραφικών στοιχείων. Στον κύκλο των τυπογράφων της Βενετίας γνώρισε τον Άλδο Μανούτιο και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Εκεί γνώρισε και το συμπατριώτη του Ζ. Καλλιέργη που συνεργάστηκε μαζί του σε τυπογραφικές εργασίες.

Το 1499 ο Ζ. Καλλιέργης και ο Ν. Βλαστός ίδρυσαν στη Βενετία τυπογραφείο, που ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στην πόλη αυτή.

Το ποιος δημιούργησε το τυπογραφείο και πώς λειτούργησε η μεταξύ τους συνεργασία είναι αδιευκρίνιστο.

Κατά τον Κ. Σάθα ιδρυτής του τυπογραφείου ήταν ο Ν. Βλαστός, ενώ οι Ζ. Καλλιέργης και Ι. Γρηγορόπουλος, που μνημονεύονται μαζί του, ήταν τυπογράφοι ή διευθυντές της τυπογραφίας.

Ο Ν. Κοντοσόπουλος λέει: Το τυπογραφείο του Καλλιέργη κατέστη αληθές Κρητικόν εργαστήριον.

Στο «Χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας» του Ν. Σκιαδά διαβάζουμε:

Το τυπογραφείο όμως, που επισκίασε όλα τα άλλα τυπογραφεία της Βενετίας, ήταν εκείνο που ιδρύθηκε στα 1499, πιθανότατα από την Άννα Νοταρά, τη μνηστή του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που χαρακτηρίζεται, πολύ σωστά, ως η πρώτη ελληνική τυπογραφία.

Όπως και να έχει το πράγμα, το τυπογραφείο αυτό με τη συνεργασία Καλλιέργη – Βλαστού έμεινε ονομαστό για τις εκδόσεις του.

Η Κρητική ταυτότητα του τυπογραφείου.

Χαρακτηριστικό του τυπογραφείου αυτού είναι το ότι όλοι όσοι δούλευαν σ’ αυτό ήταν Κρητικοί, γι’ αυτό πολύ σωστά ο Ν. Κοντοσόπουλος το χαρακτηρίζει ως ένα Κρητικό εργαστήρι.

Πράγματι, οι σχεδιαστές, οι χαράκτες και κατασκευαστές τυπογραφικών στοιχείων, οι διορθωτές και επιμελητές των κειμένων, οι χορηγοί και οι εκδότες των έργων ήταν όλοι Κρητικοί.

Ο Καλλιέργης, αφού για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με την αντιγραφή χειρογράφων, το 1509 επανίδρυσε το τυπογραφείο στη Βενετία. Τύπωσε 4 βιβλία από τα οποία το Ωρολόγιο, τα Εξεψάλματα και η Έκθεση παραινετική είναι λειτουργικά και προορίζονταν για την εκκλησία και για σχολική διδασκαλία. Το τέταρτο είναι ο Απόκοπος, ποίημα του Κρητικού Μπεργαδή.

Είναι το πρώτο λαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα που τυπώθηκε σε βιβλίο.

Το όνομα του ποιήματος (ο τίτλος του) Απόκοπος, προέρχεται από τον πρώτο στίχο του ποιήματος:

Μίαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην (επιθύμησα).

Στο ποίημα αυτό ο Μπεργαδής περιγράφει μια κάθοδό του στον Άδη μέσα από ένα όνειρο.

Στα βιβλία αυτά τα επίτιτλα και τα πρωτογράμματα, αν και είναι πάλι βυζαντινού τύπου, διαφέρουν από αυτά των προηγούμενων εκδόσεων και η ερυθροτυπία είναι περιορισμένη.

Σημείωση: Ένα πρόβλημα στην αρίθμηση των στίχων προέρχεται από τον εκδότη.

Ἀπόκοπος τοῦ Μπεργαδῆ,
ρίμα λογιοτάτη,
τὴν ἔχουσιν οἱ φρόνιμοι
πολλὰ ποθεινοτάτη.

Μίαν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην·
ἤθεκα στὸ κρεβάτιν μου κ' ὕπνον ὑποκοιμήθην.
[5] Ἐφανίσθη μου κ' ἔτρεχα εἰς λιβάδιν ὡραιωμένον,
φαρὶν ἐκαβαλίκευγα, σελοχαλινωμένον·
κ' εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὸ χέρι μου κοντάριν,
ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίτες καὶ δοξάριν.
Κ' ἐφάνη με ὀκ' ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα·
[10] ὧρες ἐκοντοστένετο καὶ ὧρες μὲ βίαν ἐκίνα.
Προυνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα·
ἔτρεχα ὥστε κ' ἐτσάκισε τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα.
Κ' εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν
καὶ πῶς καὶ πότ' ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν.
[15] Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα οὕτως καὶ τὸ σπουδάζειν
καὶ τὸ ξετρέχειν τ' ἄπιαστον καὶ τὸ φαρὶν κολάζειν.
Καὶ ἀγάλι' ἀγάλι' ἐπήγαινα, σιγὰ σιγὰ περπάτουν,
τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ' ἄνθη καὶ τὰ καλά του.


Καὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῦ λιβαδιοῦ τὴν μέσην
[20] κ' ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν.
Ἐπέζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ' ἔδεσα τ' ἄλογόν μου
καὶ τ' ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου.
Ὁ τόπος ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην,
ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ' ἦτον γεμάτος τ' ἄνθη.
[25] Τὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ' εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα,
εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα.
Καὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα
κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα.
Καὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου
[30] καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδίαν καὶ ὅλημερνοῦ τοῦ κόπου
ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω
κ' ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω.

Κ' ἐφάνη με, εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον.
[35] Εὐθὺς τ' ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην
καὶ τὸ μελίσσιν μὲ θυμὸν ἀπομακρὰς μ' ἐδέχθην.
Λοιπὸν ἀνέβην στὸ δενδρὸν μὲ βίαν πολλὴν καὶ κόπον
καὶ, ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον.
Ἥπλωσ', ἐπίασα ἐκ τὸ κερὶν κ' ἤφαγ' ἀπὸ τὸ μέλι
[40] κ' εἶπε μου μέσα ΐ λογισμός: δῶσ' τῆς ψυχῆς τὸ θέλει.
Ἔτρωγα, οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντ' ἐπείνουν
καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φὰν ὕστερα πάλ' ἐκίνουν.
Κ' ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ µὲ τοξεύη
καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνισεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη,
[45] νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά 'ρθη·
κ' ἐγὼ τὸ φὰν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην.
Καὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους του τριγύρου,
καὶ πάλιν μέσα τὸ ἔβλεπα, τίς τό 'σειεν ἐσυντήρουν.

Καὶ δύο, μ' ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν,
[50] ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν.
Εἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση,
ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση.
Κ' ἐγὼ τὸ δεῖν το ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην,
ἀλλ' ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φὰν ἔμεινα ἐκεῖ κ' ἐπίασθην.
[55] Τὸ δένδρον, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ' εἰς λιβάδιν,
ἦτον εἰς φρούδιν ἐγκρεμνοῦ κ' εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν.
Καὶ ὡς ἔκλινεν, μ' ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμνὸν ἐζήτα
κ' ἡ μέρα πάντ' ὠλίγαινεν κ' ἐσίμωνεν ἡ νύκτα.
Καὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα,
[60] ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπίασα.
Καὶ δράκοντ' εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδίου τὸν πάτον
κ' ἤχασκεν κ' ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω.

Λοιπὸν τὸ δένδρον ἔπεσε κ' ἐγὼ μετ' αὖτ' ἐπῆγα
καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάσασιν κ' οἱ μέλισσες ἐφύγαν·
[65] καὶ ἐφάνη μ', ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα
καὶ ἐμπῆκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν κι ἀνήλιον χῶμα.
Καὶ ἐκεῖ ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον,
ὄχλον μ' ἐφάνην κ' ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων·
διὰ τό 'μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι·
[70] καὶ ἐδόθη λόγος μέσα των νὰ πέμψουσι νὰ δοῦσιν,
τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν
καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε, διχῶς βουλὴν ἐμπῆκεν.
Καὶ δύο μ' ἐφάνην κ' ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι,
ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
[75] Κλιτὰ µ' ἐχαιρετήσασιν,ἥμερα μ' ἐσυντύχαν
κ' ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα.

Λέγουν μου: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Τίς εἶσαι; Τί γυρεύεις;
Καὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις;
Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες,
[80] καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες;
Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται γιαγείρειν·
μόνε ἡ νεκρανάστασις (ἠ)μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη.
Τὰ χνότα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν·
νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου·
[85] ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν!

Εἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα.
Ἀστράπτ', εἰπέ μας, ἢ βροντᾶ κι ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει
καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει·
καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι
[90] καὶ ἀνὲ μυρίζου τὰ βουνιὰ καὶ τὰ δεντρὰ ν' ἀθοῦσι·
ἂν εἶ‹ν'›λιβάδια δροσερά· φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας;
Λάμπουσιν τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας;
Καὶ ἀνὲ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιές, νὰ ψάλλουν οἱ παπάδες
καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν' ἅφτουσι τὲς λαμπάδες·
[95] παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται, νέοι, τὸ καλοκαίριν
καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατώντ' ἀπὸ τὸ χέριν
καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι
καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι;

Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες;
[100] καὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ' ὥρας νὰ σκολάσουν,
Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερὲς τάχα καὶ χαίροντ' ὅλες;
νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρόν, νὰ ἐβγαίνουσιν ν' ἀλλάσσουν·
καὶ τὸ ταχὺ τὴν Κυριακὴν τὴν ὄψιν τως νὰ νίβγουν
καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησί' ἂν παγαίνουν·
καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντιῶν οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν
[120] καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνώντα νὰ μυρίζουν·
νά 'χουν οἱ ἄρχοντες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους
καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτοὺς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους·
νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν
καὶ µὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν·
[125] καὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ 'κοδεσπότες,
ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες.

Τὸν κόσμον τὸν ἐδιάβαινες, τὲςχῶρες τὲς ἐπέρνας,
οἱ ζωντανοὶ ὁποὺ χαίρουνται, ἂν μᾶς θυμοῦντ' εἰπέ μας·

εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ µᾶς ἢ κόπτουνται καμπόσον;
Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν, τάχα λυποῦνται τόσον;

[105] Βαστᾶς μαντάτα καὶ χαρτιά, παρηγοριὲς θλιμμένων
ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον;
Ἀνάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντάτα
καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ' μας τ' αὐτὰ καὶ νά τα!"

Καὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δύο στενάζαν:
[110] "Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον! Ἄνοιξε, γῆς!" ἐκράζαν·
"Κ' οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν, νὰ πέσουν οἱ κατῆνες,
νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ' οὐρανοῦ, νά 'μπουν τοῦ ἡλίου οἱ ἀκτίνες,
[νὰ ἰδῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μας, (ὀ)λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη·
ἂν ἔχουν οἱ νέοι τὴν ὄψιν τως καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη.]"

[115] Εἶδα τους πῶς ἐκόπτουντα καὶ πῶς ἀναστενάζαν,
καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ µ' ἐβιάζαν.
Καὶ ὡσὰν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάποσα ἐλυπήθην,
[130] καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ ἐθυμήθην,
εἶπα των: "Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
ἐκ τὰ θυμᾶσθε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπέκει:
ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργεῖ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
χρόνος ὁ δωδεκάμηνος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει.
[135] Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται,
καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται".

Λέγουν με: "Αὐτοὶ ὁποὺ χαίρουνται ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν
ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ' ἔβαλαν εἰς τὸν Ἅδην;"
"Αὐτοί", λέγω, "ὁποὺ χαίρουνται αὐτοῦ μοιράδιν ἔχουν,
[140] ἀλλ' ἀπολησμονῆσαν των ὀκαὶ ἀπ' αὐτοὺς ἀπέχουν.
Μὲ ἄλλους τὸν βίον τως χαίρουνται καὶ αὐτῶν ἐλησμονῆσαν,
νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν".
Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν: "Οἱ νιὲς ὁποὺ ἐχηρέψαν
τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν;
[145] Ἢ μαῦρα ράσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι
καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐµᾶς παρακαλοῦσι;
Μὴ µᾶς τὸ κρύψης, (εἰ)πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται·
ἢ µὲ ἄλλους τώρα χαίρουνται καὶ ἐµᾶς οὐδὲν θυμοῦνται;"
Καὶ ὡς εἶδα πόσον κόπτουνται καὶ βιάζουνται νὰ μάθουν,
[150] ἐσίγησα τ' ἀποκριθῆν, τὸ κόπτουνται μὴ πάθουν,
ἀκόντα τὰ γενόμενα μὴ τῶν πληθύνουν πόνοι·
εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός: τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει.
Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ' ἔσεισα τὸ κεφάλιν
καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα μὴ µ' ἐρωτήσουν πάλιν.
[155] Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐµὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν
καὶ πρὸς τὸ πρῶτον (ἐ)ρώτημαν πάλιν μ' ἀνερωτῆσαν:
"Τί καρτερεῖς τ' ἀποκριθῆν; Ἄνθρωπ', ἀπιλογήσου·
εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, (εἰ)ς τὰ πάσχομεν λυπήσου!"
Καὶ κάπου ἀποκρίθην των, εἶπα των: "Τί ἐρωτᾶτε;
[160] Καὶ τί μὲ βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε;
Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ ἐφάνη:
φίλον οὐκ ἔχει ὁποὺ θαφῆ, ἀλλ' οὐδ' ‹ὁπ'› ἀποθάνη.
Λέγει το κ' ἡ παραβολὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ψόμα:
οὐαὶ τὸν βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν σκεπάση χῶμα!"

[165] Λέγω τους: "Πρὸς ἀπόκρισιν τάχα δοικᾶ σας τοῦτο;
Ἂν δὲ σᾶς σώνει, νὰ σᾶς (εἰ)πῶ τὸ τέτοιον καὶ τοσοῦτον,
πολλὰ ν' ἀναστενάξετε, νὰ μυριολυπηθῆτε
καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης καὶ σπουδῆς στὸν Ἅδην νὰ στραφῆτε.
Ὅμως, ὡς μ' ἐρωτήσετε, θέλω σᾶς τ' ἀναφέρει
[170] στὸν κόσμον πῶς πορεύεται τοῦ καθενὸς τὸ ἑταίριν:

Οἱ νὲς ὁποὺ ἐχηρέψασιν ἀλλῶν χείλη φιλοῦσιν,
ἄλλους περιλαμβάνουσιν κ' ἐσᾶς καταλαλοῦσιν.
[Στολίζουν τους τὰ ροῦχα σας, στρώνουν των τὰ λινά σας
κ' ἔχουν καὶ λόγον μέσα των μὴ λέγουν τ' ὄνομά σας.
[175] Καὶ τὸν ἐζήσασιν καιρὸν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν
ἐφάνην τους οὐκ ἔζησαν ἡμέραν ἢ ἑβδομάδαν.

Ζώντα σας ἐλογίζουντα ἄλλους τοὺς ἠγαποῦσαν·
νὰ λείψετε ἐσπουδάζασιν, νὰ ἐβγῆτ' ἐπεθυμοῦσαν.

Καὶ ἀπεὶν ἐσᾶς ἐθάψασιν τάχα καὶ μαῦρα ἐβάλαν,
[180] ἐδιφορῆσαν ἀπ' αὐτὲς κ' ἔκαμαν πάλιν γάλαν.
Καὶ ἀπ' ἐντροπῆς ἐδείχνασι δάκρυα πικρὰ νὰ χύνουν
καὶ τότ' ἐλέγαν μέσα τως μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ μείνουν.
Ἀλήθεια, μοίραν ἀπ' αὐτὲς ἔδειξαν νὰ χηρέψουν,
νὰ κάτσουν εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ µὴ γυρέψουν·
[185] καὶ εἰς ὀλιγούτσικον καιρὸν ἐβγῆκαν νὰ γυρίζουν
καὶ νὰ ἐξετρέχουν ἐκκλησιές, τὸν βίον σας νὰ χαρίζουν.
Βαστοῦν κεριὰ καὶ πατερμούς, φοροῦν πλατιὲς ἀμπάδες,
ἀποτρομοῦν καὶ ρίκτουσιν ἁγίασμα ὡσὰν παπάδες.
Καὶ ἀπὸ τὲς ἕξι ἢ ἑπτὰ πᾶσαν ἑορτὴν καὶ σκόλην,
[190] ἀπεὶν σφαλίσουν οἱ ἐκκλησίες καὶ ἀπεὶν μισέψουν ὅλοι,
τὰ μνήματά σας διασκελοῦν καὶ ἀπάνω σας διαβαίνουν,
µὲ τοὺς παπάδες ταπεινά, κουρφὰ νὰ συντυχαίνουν·
τὰ εὐαγγέλια νὰ ἐρωτοῦν, συχνὰ νὰ κατουμύζουν,
µ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελοῦν, μὲ τ' ἄλλο[ν] νὰ κανύζουν.

[195] Ἄλλες ἀπὸ διαβατικόν, ἄλλες μὲ ὀλίγον βρῶμα
καὶ µὲ τὴν νυκτοσυνοδιὰν κομπώνουνται στὸ στρῶμα.

Μὰ ὅσες πονοῦν ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ἀληθινὰ χηρέψουν
κάθουνται εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ µὴ γυρέψουν.
Ἀπέχουσιν τὲς ἐκκλησιές, μισοῦν τὰ μοναστήρια
[200] καὶ σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τὰ παραθύρια·
ἔχουν τὸν λογισμὸν παπάν, τὸν νοῦν ἐξαγοράρην,
τοῦ κόσμου τῆς συκοφαντιᾶς φεύγουσιν τὸ γομάριν.
Τὰ ὄρνια πῶς μαζώνουνται ἐλάχετε στὸ βρῶμα
καὶ ὀπίσω τους τ' ἀλλάγι του‹ς› ὡς φαμελιὰ στὸ δῶμα;
[205] Οὕτως ἐκεῖ μαζώνουνται εἰς αὖτες οἱ πατέρες
καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης κάμνουσιν τὲς νύκτες των ἡμέρες.
Νὰ τὲς κινήσουν πολεμοῦν, νὰ τὲς ξεβγάλουν πάσκουν·

«Κεράτσα, τί σὲ ὠφελᾶ νὰ κάθεσαι στὸ σπίτιν
[210] καὶ νά 'σαι εἰς τὰ σκοτεινὰ σὰν ὄρνιθα στὴν κοίτην;
Κερά, κατέβα ἐκ τὰ ψηλά, κατέβα ἀπὸ τ' ἀνώγια
καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰν ν' ἀκοῦς Θεοῦ τά λόγια.
Τὸν βιὸν ὁποὺ σ' εὑρίσκεται, πράγματα τὰ φυλάσσεις,
ἀπόθεσέ τα εἰς ἐκκλησιές, καὶ σύντομα ν' ἁγιάσης.
[215] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, φίλος μὴ σὲ κομπώση!
Χαρὰ ΐποὺ βάλ' εἰς ἐκκλησιὲς κι ὄχι πτωχοῦ νὰ δώση!»
Ἀλλ' ἀστοχοῦν ὡς τὸ πουλὶν τὸ λέγουν κουφολούπην,
ὁπ', ἂν στοχήση εἰς τὸ πουλίν, ἁρπᾶ στουπιὰ τουλούπιν.
Εἰς αὖτα τὰ κολάζουνται μόνον τὸ‹ν› κόπον ἔχουν
[220] καὶ ὡς φράροι μὲ ξυλόποδα ἐξεζωνάτοι τρέχουν".

Ἤκουσαν τὰ γενόμενα, ἐμάθαν τὰ ρωτοῦσαν
κ' ἐμυριοαναστενάξασιν εἰς τὰ φρικτὰ τ' ἀκοῦσαν.
Καὶ ἀλλήλως ἐσυντύχασιν, τάχα κουρφὰ 'π' ἐμένα,
πάλιν νὰ µ' ἐρωτήσουσιν, ὡς ἤκουσα τὸν ἕνα.
[225] Καὶ ὁ ἄλλος των ἀρχίνισεν μᾶλλον ν' ἀνατριχώνη·
λέγει: "Τὸ µᾶς ἀνήγγειλε, τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει".
Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμέ: "Μηδὲ µᾶς τ' ὀνειδίσης
ἂν δεύτερον (ἐ)ρωτήσωμεν· εἰπέ μας το, ἂν ὁρίσης:
πῶς ὑπομένουν τὸ λοιπὸν οἱ ἄθλιες μας μανάδες
[230] λείποντα υἱοί τως νὰ θωροῦν ὕπαντρες τὲς νυφάδες
καὶ πῶς στέκουν στὰ σπίτια τως δίχως τὴν ὁμιλιάν τως
καὶ πῶς θωροῦν τὰ ροῦχα τως δίχως τὴν ἐλικιάν τως;"

"Ἀντάμα", λέγω των, "μ' ἐσᾶς ἐχάσασιν τὸ φῶς τως
κι οὐδὲν θωροῦν τὰ γίνουνται οὐδὲ ψηφοῦν τὸν βιόν τως.
[235] Ἀναστενάζουν ὀγιὰ σᾶς, γιὰ λόγου σας λυποῦνται,
τοῦ κόσμου ἐλησμονήσασιν καὶ ἐσᾶς μόνον θυμοῦνται".
Καὶ ἀπείτις τῶν ἐσύντυχα καὶ ἀπείτ' ἀποκριθῆκαν,
ἔποικαν σχῆμα σιωπῆς καὶ τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν.

Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν ὀκάτι καταλόγιν
[240] καὶ ἀθιβολὴν πολύθλιβον κ' ἔμοιαζεν μοιρολόγιν.

Ἄκουσε τί ἔναι τὸ λαλοῦν καὶ τί τὸ τραγουδοῦσαν
καὶ πῶς, ὅσον τὸ λέγασιν, δακρυῶν οὐκ ἐφυροῦσαν:

"Χριστέ, νὰ ράγην τὸ πλακί, νὰ σκόρπισεν τὸ χῶμα,
νὰ γέρθημαν οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τ' ἀνήλιον στρῶμα!
[245] Νὰ γύρισεν ἡ ὄψη μας, νὰ στράφην ἡ ἐλικιά μας,
νὰ λάλησεν ἡ γλώσσα μας, ν' ἀκούσθην ἡ ὁμιλιά μας!
Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
καὶ νὰ καβαλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν·
καὶ πρὶν ἐμεῖς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια,
[250] νὰ δόθην λόγος κ' ἔρχουνται οἱ λείποντες καθάρια,
νά 'δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν στὴν συναπάντησίν μας
καὶ τίς νὰ µᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας·
ἂν κατ' ἀλήθειαν εὕραμεν ὅρκους τοὺς μᾶς ἐλέγαν:

«Μὰ τὸν Οὐράνιον Βασιλιά, τὸν ποιητὴν καὶ μέγαν,
[255] ἂν ἔπαιρνεν κατάλλαμαν ἀντίσηκον ὁ Χάρος,
ψυχήν, σῶμα γιὰ λόγου σας νὰ δώκαμεν μὲ θάρρος».

Καὶ ἴτις μὲ λόγια θλιβερά, μὲ πρικαμένον σχῆμα
καὶ µὲ τ' ἀναστενάγματα καὶ τῶν δακρυῶν τὸ χύμα
τὸν βιόν μας ἀφεντέψασιν καὶ ἀλλῶν τὸν ἐχαρίσαν,
[260] καὶ µ' ἄλλους χαίρουνταιν αὐτὲς κ' ἐµᾶς ἐλησμονῆσαν.

Οὐαὶ τοὺς ἔθλιψεν λοιπὸν τῶν γυναικῶν τὸ θάρρος,
διατὶ στὸν Ἅδην τοὺς πετᾶ συζώντανους ὁ Χάρος.

Καὶ ὁποὺ τὰ δάκρυα των ψηφᾶ, τὰ λόγια των πιστεύει,
ἀγρίμι(ν) εἰς λίμνην κυνηγᾶ κ' εἰς τὰ βουνιὰ ψαρεύγει.

[265] Γιατί, ὅντε δείχνει καὶ πονεῖ, τότες ἀναγαλλιάζει·
τὴν ἐντροπήν της (ἐ)πεθυμᾶ κ' εἰς τὸ κακὸν σπουδάζει.
Μ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελᾶ, µὲ τ' ἄλλο ν' ἀναδακρυώνη·
τὸ δάκρυον δείχνει καὶ πονεῖ, τὸ γέλιον ὡς κομπώνει.
Φίλον τὸν δείχνει καὶ πονεῖ γοργὸν τὸν ἐξοδιάζει
[270] καὶ παίρνει φόλαν γιὰ σολδίν, καλὰ καὶ δὲν τὸ ξάζει,
καὶ ἀπὸ τὴν φόλ' ἀσημαδὰν κι ἀπ' αὖτον ἀγκινάριν
καὶ ἂν εὕρη πράκτες καὶ καιρόν, περνᾶ τὸ κιντηνάριν".

Καὶ ἀπείτις τὰ κατέμαθαν, ἐμυριαναστενάξαν,
ἐχαμηλῶσαν τὴν φωνὴν καὶ τὸν σκοπὸν ἀλλάξαν.

[275] Κ' ἐθέκασιν τὸ μάγουλον, ὡς εἶδα, στὴν παλάμην
κ' ἐτρέχασιν τὰ δάκρυα τως ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν.
Καὶ ὡς εἶδα ἐγὼ τὴν λύπην τως τὴν ἔδειξαν ὀπίσω,
µ' ἔδοξεν τότε ὁ λογισμὸς νὰ τοὺς ἀναρωτήσω·

λέγω των: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ τοῦτο πῶς ὁμάδιν
[280] καὶ πότες ἐκατέβητε καὶ τί καιρὸν στὸν Ἅδην;"
Ἀκόντα μου τὸ ἐρώτημα κάτω στὴν γῆν ἐπέσαν,
ἔκλαψαν καὶ τὸ βλέμμαν τως πάλ' εἰς ἐµὲν τὸ στρέψαν.

"Αὐτό", λέγουν, "τὸ ρώτημα πλέον μὴν τὸ ρωτήσης,
µὴ µᾶς πληθύνη κίνδυνος· σίγησ', ἀνὲν καὶ ὁρίζης".

[285] Καὶ μετ' ὀλίγον ἀπ' αὐτοὺς εἷς ἐπαρηγορήθην
καὶ τάχα ἐστράφην πρὸς ἐµὲ κ' ἴτις ἀπιλογήθην·

"Λοιπόν, ἀπεὶν τὸ ρώτησες, θέλω σοῦ τ' ἀναγγείλειν
ὡς ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ 'δὰ μετὰ πικρὰ τὰ χείλη.
Μάθ', ἀπὸ τὴν πατρίδα μας κατ' εὐγενειὰν κρατοῦμεν·
[290] καὶ ποίαν πατρίδαν, ἐρωτᾶς· δεύτερον νὰ σοῦ ποῦμεν.

Ἐµᾶς εἶν' ἡ πατρίδα μας ὅπού 'ναι τὸ λογάριν:
ὡς ἀπὸ φύσιν καὶ λουτροῦ ἐγεύγουντα τὸ ψάριν.

Τόπος ἄγριος, ἀδιάβατος καὶ τῶν πουλιῶν τὸ δάσος·
ἐκεῖ ἐδείχθη(ν) ὑπεριψιὰ κ' ἐπλήθυνεν τὸ θράσος·
[295] καὶ ὅπου τοῦ κόσμου τὴν στρατιὰν ἐνίκησεν τὸ πάλιον
καὶ ὅπου τοῦ κόσμου ἀφέντεψεν τὸ μερτικὸν τὸ κάλλιον.
Ἦτον καθρίπτης τ' οὐρανοῦ, ἦτον τοῦ κόσμου εἰκόνα
καὶ ὡσὰν τ' ἀζάρι ἔβανεν τὰ ἕξι κ' ἐκράτειν τὸ ἕνα.
Ἦτον ἡ κρίσις τῆς σοφιᾶς, τῆς βασιλείας φεγγάριν,
[300] μάνα τῆς πλουσιότητος καὶ τῆς στρατιᾶς ἱππάριν.
Ἦτον ἀντίθετον σκαμνὶν τῆς βασιλειᾶς τῆς Ρώμης
καὶ τῆς ἀλαζονειᾶς ἀγγειὸν καὶ τῆς διπλῆς τῆς γνώμης.
Εἰς αὔτην ὁ πατέρας μας ἦτον τὴν πόλιν πρῶτος,
νὰ φέγγη ὡς ἥλιος τὸ πουρνὸν καὶ ὡς φέγγος εἰς τὸ σκότος.

[305] Εἴχαμεν πρώτην ἀδελφὴν ὀκάπου παντρεμένην,
μακρὰ 'πὸ τὴν πατρίδα μας κι ἀπὸ καιροῦ σταλμένην.

Ἔδοξεν τοῦ πατέρα μας εἰς αὔτην νὰ µᾶς στείλη,
νὰ συγχαροῦμεν μετ' αὐτὴν ὡς ἀδελφοὶ καὶ φίλοι.
Καὶ κάτεργον ἀπὸ σκαριοῦ ὥρισεν ν' ἀρματώσουν,
[310] νὰ τὸ κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλὴν νὰ δώσουν.
Τὰ παλικάρια ἐφέρνασιν, ὀμπρός του τοὺς ἐστένα,
κ' ἔπαιρνεν ἐκ τοὺς τρεῖς τοὺς δύο καὶ ἀπὸ τοὺς δύο τὸν ἕνα.
Καὶ ἀπείτις τὸ εὐτρέπισεν ἀπ' ἄρματα καὶ πλούτη
καὶ πολεμάρχους καὶ ἄρχοντας καὶ ἀπ' ἀφεντίαν τοσούτην,
[315] αὐτὸς εἰσέβη μετ' ἐµᾶς κ' ἡμεῖς μ' αὐτὸν ἀντάμα
καὶ ὠρέχθην τὴν οἰκονομίαν ὡς ὄμορφόν τι πρᾶγμα.

Καὶ τότ' ἐγονατίσαμεν, ὡς ὥρισεν, ὀμπρός του
καὶ ὅλους ἐµᾶς εἰς προσευχὴν ἐκίνησεν ἀτός του.
Διὰ λόγου μας ἐκόπτετον, μόνον διὰ µᾶς ἐβιάσθην

[320] κ' εἶπεν: «Ἐσὲν παρακαλῶ, γῆς καὶ οὐρανοῦ τὸν πλάστην,
καλὰ νὰ πᾶν, καλὰ νὰ 'ρθοῦν, καλὰ νὰ διαγείρουν
κ' εἰς τὸ τραπέζιν μου καλὰ νὰ τοὺς ἰδῶ τριγύρου».
Καὶ ἀφότου μᾶς εὐχίστηκεν, ἐδάκρυσεν κ' ἐξέβην
καὶ τὸν ὑπόλοιπον λαὸν τότ' ὥρισεν κ' εἰσέβην.

[325] Κ' ἔδειξεν μὲ τὸ χέριν του τότε νὰ σηκωθοῦμεν
καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ δρόμου μας σύντομα νὰ κρατοῦμεν.
Πάραυτ' ὁ κόμης ὥρμησεν καὶ ἤρχισε νὰ ὁρίση
τῆς ἔξωθεν παραγιαλιᾶς νὰ λύσουν τὸ πλωρήσιν.
Κ' ἐδώκασιν τὰ βούκινα καὶ τὰ παιγνίδια ἐπαῖξαν
[330] κ' οἱ ναῦτες ἐκαθίσασιν ὡς εἶδαν κ' ἐδιαλέξαν.
Τὸ σίδερον ἐσήκωσαν, τότ' ἐλασιὰν ἐστρῶσαν
κ' ἔκαμαν βόλταν λάμνοντα κ' ἔσωσαν εἰς τὴν φόσαν.

Πρὶν ν' ἀποχαιρετήσουσιν, ὅλοι φωνὴν ἐσύραν
καὶ τῆς ὁδοῦ τὸ θέλημα ἐκ τὴν κεφαλὴν ἐπῆραν.

[335] Λοιπὸν τοῦ δρόμου τὴν ὁδὸν ἐπήραμεν καὶ τότες
ὁ νοῦς μας ἐκλονίζετο τὸ στρέμμα νά 'ναι πότες.
Καὶ ὁ λογισμὸς ἐκόπτετον καὶ εἰς τὸ κακὸν ἐκίνα·
τὸν θάνατον στὴν ξενιτείαν ὁ νοῦς μας ἐπρομήνα.
Τρεῖς ὧρες οὐκ ἐτρέχαμεν κ' ἐχάθηκεν τὸ κάστρον
[340] κ' εἰς ἄλλην μίαν ἑσπέρωσεν κ' ἐφάνην πρῶτον ἄστρον.
Κ' ἔδειξεν τότ' ἐξαστεριὰ ὁμοίως κ' εὐδιὰ μεγάλη·
ἡ νύκτα ἐκαλοφόρεσεν, τὸ δὲν ἐποῖκεν [ἡ] ἄλλη.
Τὰ παλικάρια ἠγάλλουντα, ὅλοι ἐκαλοφοροῦσαν
καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς τὸν δρόμον ἐκρατοῦσαν.

[345] Ἐκεῖ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἡ ξαστεριὰ ἐσκοτίσθην,
οἱ ἄνεμοι ἐταράχθησαν κ' ἡ θάλασσ' ἐβρουχίσθην.
Ἐσυχνοβρόντα κ' ἤστραπτεν κ' ἡ συννεφιὰ 'πονᾶτον·
πῶς νὰ προσφέρη κίνδυνον τότες οἰκονομᾶτον.
Καὶ ὡς τῆς σφαγῆς τὸ πρόβατον εἰς τοῦ σφακτῆ τὸ χέριν
[350] κείτεται δίχ' ἀπαντοχῆς καὶ βλέπει τὸ μαχαίριν,
ἴτις ἐμεῖς τὸν θάνατον ἐμπρὸς τὸν ἐθωροῦμαν·
στὸν Ἅδην νὰ κατέβωμεν ὡς θαρρετὰ κρατοῦμαν,
διατὶ τὰ κύματ' ἤρχουντα ἐνάντιον τοῦ ἀνέμου
κ' οἱ ναῦτες ἐφοβήθησαν κ' ἠρχίσασι νὰ τρέμουν.
[355] Κ' εὐθὺς καθούριν ἔσωσε μὲ τὴν βροντὴν καὶ χιόνιν
καὶ ἅμα τὸ σώσειν ἥρπαξεν τ' ἀριστερὸν τιμόνιν.
Τότε τὸ ξύλον ἔπεσεν στ' ἀριστερόν του πλάγιν
κ' ἔποικεν κτύπον φοβερὸν καί, ὡς ἔδειξεν, ἐράγην.
Καὶ δεύτερον μᾶς ἔσωσε κύμα µὲ τὸ καθούριν
[360] καὶ τὸ νερὸν τ' ἀμέτρητον μᾶς ἤκαμεν κιβούριν.

Ηὗρε μας περιλαμπαστοὺς καὶ σφικταγκαλιασμένους
ἡ τοῦ θανάτου συμφορὰ καὶ ἄπειρα λυπημένους·
κ' εἰς τὸν βυθὸν μᾶς ἔριξεν ἀγκαλιαστοὺς ὁμάδιν
καὶ ὁ Χάρος μᾶς ἐδέχθηκεν σύψυχους εἰς τὸν Ἅδην.

[365] Καὶ τ' ἄλλον τότε τοῦ λαοῦ οὐκ εἴδαμεν τί ἐγένη,
ἀµ' ἐχωρίσαμεν ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ ἀπὸ µᾶς ὡς ξένοι.
Ἤμουν ἐγὼ εἴκοσι χρονῶν καὶ αὐτὸς λίγον πλεοτέριν
καὶ ἀμάδι στεφανώθημαν κ' εἶχεν καθεὶς τὸ ταίριν.
Διὰ τοῦτο μᾶς ἐδόθηκεν ἀντάμα νὰ ταφοῦμεν
[370] καὶ ἀντάμα νὰ γυρίζωμεν καὶ νὰ συμπερπατοῦμεν.

Καὶ ἐμεῖς στὸν Ἅδην σώνοντα, σώνει κ' ἡ ἀδελφή μας
κ' ἐβάσταν βρέφος κ' ἤρχετον καί, τὸ στραφῆν καὶ δεῖ μας,
ἐσκόλασεν τὸ βιάζετον, ἔπαυσεν τὸ σπουδάζειν
καὶ βλέποντα τὸ οὐκ ἤλπιζεν ἤρχισε νὰ θαυμάζη
[375] πῶς εἰς τὸν Ἅδην ἔβλεπεν τοὺς ἤξευρεν κ' ἐζοῦσαν
καὶ πῶς τὸν κόσμον ἔχασαν τοὺς εἶδεν κ' ἐπονοῦσαν.
Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπὸν ἤστεκεν κ' ἐσυντήρα
τὰ δύσπιστα νὰ µὴ ξαργῆ καὶ νὰ πιστεύγη μοίρα.
Καὶ κάπου ἐπιστώθηκεν κ' εἶδεν κ' ἐγνώρισέν μας
[380] καὶ ἀπείτις μᾶς ἐγνώρισεν, ἦρθεν κ' ἐσίμωσέ μας
καὶ τὸν καθέναν ἥρπαξεν μὲ πόθον καὶ ἀγκαλιάσθην
κ' ἔπειτα στὸ τραχήλι μας ὕστερ' ἀποκρεμάσθην·
καὶ μετὰ δάκρυα ἐκίνησεν τὴν ὄψιν της νὰ πλύνη
κ' εἶπε μας ἐξενίζοντα: «Τάχα καὶ νά 'σθ' ἐκεῖνοι
[385] τοὺς εἶχα ἀμάτια κ' ἤβλεπα, τοὺς εἶχα φῶς κ' ἐθώρουν,
ἐντιμοτάτους ἤβλεπα, λαμπρὰν στολὴν ἐφόρουν;»
Ἔκλαιν ἐκείνη εἰς μιὰν μερὰν κ' ἡμεῖς ὁμοίως εἰς ἄλλην
καὶ μετὰ δάκρυα ἐσύντυχεν κ' ἐρώτησέ μας πάλιν:
«Πότε τὸ βλέπω ἐγίνετο; Πῶς τὸ θωρῶ ἐσυνέβη;
[390] Καὶ πῶς ἡ Τύχη ἐνάντιον σας νὰ κλώση ἐσυγκατέβη;»

Κ' ἐδιάβην ὥρα περισσὴ νὰ τῆς ἀποκριθοῦμεν,
εἰς ὅ,τι μᾶς ἐρώτησεν κατὰ λεπτὸν νὰ ποῦμεν.
Καὶ τότ' ἀπιλογήθημαν μετὰ δακρυῶν καὶ πόνου
κ' εἴπαμεν τὸ µᾶς ἤφερεν ἡ συμφορὰ τοῦ χρόνου·
[395] πῶς τῆς θαλάσσου ὁ κίνδυνος, πῶς ἡ φθορὰ τ' ἀνέμου
στὸν Ἅδην μᾶς ἀπέσωσεν δίχως αἰτίαν πολέμου:

«Ἔρχοντας τότες εἰς ἐσὲ µὲ πόθον νὰ σὲ δοῦμεν
µὲ τοῦ πατρός μας τὴν εὐχὴν καὶ πάλιν νὰ στραφοῦμεν,
ἡ εὐχὴ κατάρα ἐγίνετον κ' ἡ προσευχή του βάρος
[400] καὶ θάνατος ὁ δρόμος μας καὶ τὸ ταξίδιν Χάρος.
Καὶ τοῦτον πότ' ἐγίνετον λέγω μικρὸν σημάδιν:
ἀκόμη ἀπὸ τὰ ροῦχα μας βλέπεις ὑγρὰ μοιράδιν».
Ἀκόντα μου τὸ ρώτημαν ἔκλαιγεν κ' ἐθρηνᾶτον
κ' εἶπεν: «Οὐαὶ τοὺς καρτερεῖ τὸ δολερὸν μαντάτον,
[405] ὁποὺ στὸν Ἅδην ἔπεψαν μίαν νύκτα, μίαν ἑσπέραν
τοὺς εἴχασιν παρηγοριάν, δύο υἱοὺς καὶ θυγατέραν!

Τὸν Χάρον τως ἐσπείρασιν, θάνατον ἐθερίσαν,
κόπους τοὺς ἀγωνίζοντα ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν.

Ἀνθὸς ἦτον ἡ δόξα των, λουλούδιν ἡ χαρά των,
[410] διὰ ταῦτα ὀ ἥλιος ἔφερεν τὸ δολερὸν μαντάτον.

Στὰ χιόνια ἐθεμελιώσασιν κ' εἰς τὸ νερὸν ἐκτίσαν·
τώρα τὰ χιόνια ἐλύσασιν καὶ τὰ νερὰ σκορπίσαν.
Τὸ θεμελίωσαν ἔπεσεν, τὸ ἔκτισαν ἐράγη
καὶ ἡ καρδία τως μὲ σπαθὶν δίστομον τώρα ἐσφάγην.

[415] Ἡ Τύχη τὸ δοξάριν της ἐνάντιον τὸ ἐκοκιάσεν
κ' εὐκαίρεσεν τὴν σπούρδαν της ὥστ' ἁποὺ τοὺς ἐφτίασεν.
Μὲ τὴν καρδίαν τως ἤκαμεν σημάδιν τοῦ δεξιώτη
κ' ἔριξεν τὲς σαγίτες της ἀπὸ ὕστερον ὣς πρώτην·
καὶ ἀπ' ὅλες μία δὲν ἔσφαλεν, ὅλους ἐπλήγωσέν τους·
[420] ποῦ νὰ τῶν δώση δὲν εἶχε πλία, διατὶ ἐθανάτωσέν τους».

Καὶ ἀπείτις ἐθρηνήσαμεν κ' ἐκλάψαμεν ἀµάδιν,
τότε τὴν ἐρωτήσαμεν: «Κ' ἐσὺ πότε στὸν Ἅδην;»
Ἀκόντα μας τὸ ἐρώτημαν ἔκλαψεν κ' ἐλυπήθην
καὶ ἀφότου ἐστράφην πρὸς ἐµᾶς, ἴτις ἀπιλογήθην:

[425] «Κείτοντα στὸ κρεβάτιν μου μυριοθορυβουμένη
(ὀκτὼ μηνῶν, μ' ἐφαίνετον, ἤμουν ἐγγαστρωμένη)
ἐφάνη μου στὸν ὕπνον μου κάτινες μ' ἐλαλῆσαν
καὶ λέγουν με: ‘Τί κάθεσαι; Τ' ἀδέλφια σου ἐβουλῆσαν!’
Εὐθὺς τὰ ἐντός μου ἐπέσασιν καὶ συγκοπὴ µ' ἐσέβη
[430] κ' ἐπῆγεν κάτω τὸ παιδὶν καὶ ἄνω ἡ ψυχή μου ἐξέβη.

Κ' ἴτις ὁ Χάρος μ' ἔδωκεν θάνατον εἰς τὴν γένναν·
ὁμοίως τὸ βρέφος τὸ βαστῶ ἐπῆρα μετὰ μένα.

Ἀπὸ τὸν κόσμον μ' ἔδωκεν μόνον αὐτὸ μοιράδιν,
τάχα νὰ παίρνω ἄνεσιν καὶ συνοδιὰν στὸν Ἅδην».

[435] Κ' ἐδὰ στὰ ξημερώματα ἔσωσεν ὑπηρέτης
καὶ πρὸς αὐτὴν ἐσίμωσεν κ' ἐσύντυχεν ἐδέτις:
«Ἀπάρτι χώρισε ἀπ' αὐτοὺς καὶ πλέον μὴν ἀργήσης·
ἔμπα στοῦ Χάρο τὴν αὐλὴν καὶ τὸ χρωστεῖς νὰ δώσης».
Κ' εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην πέντε διὰ µᾶς ἐσῶσαν
[440] κ' ἔρικταν ἐκ τὸ στόμαν τως πύρινον ἔξω γλώσσαν,
ἀρματωμένοι, πτερωτοί, ἀγριώτατοι καὶ μαῦροι,
κ' εἶχαν τὴν ὄψιν ἄσχημον, μαύρην ὡσὰν σινάβριν·
πόδια καὶ ἀνύχια καὶ πτερὰ σὰν νυκτερίδας εἶχαν
καὶ ἀγάλια μᾶς ὡμίλησαν, ταῦτα µᾶς ἐσυντύχαν".
[445] Καὶ πρὸς τὸ τέλος εἶπαν με: "Τάχα, θαρρῶ, ἄκουσές τα·
εἶπα σε τὰ γενόμενα καὶ ὅλα κατέμαθές τα.
Κ' εἰς τὸ µὲ βιάζεις νὰ σὲ πῶ, τοῦτο πότες ἐγένη,
λανθάνομ' ἀπὸ τὸν καιρὸν καὶ ἀπὸ τὸν νοῦν μου ἐβγαίνει,

διατὶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν ἥλιος οὐκ ἀνατέλλει,
[450] οὐδὲ τὸ φέγγος τοῦ οὐρανοῦ τὸ ξέλαμπρόν του στέλλει.

Χρόνος ἐδῶ οὐ γίνεται κ' ἡμέρα οὐ χωρίζει,
ἀλλὰ τὸ σκότος τ' ἄμετρον τρέχει καὶ ὀμπρὸς τανύζει".

Καὶ ἀπείτις μ' ἐδηγήθηκεν, ἐσίμωσε κ' ἐστάθη
καί, ὡς ἔδειξεν, ἐγδέχετον διὰ νὰ τοῦ πῶ νὰ μάθη.
[455] Καὶ πρὸς ἐµὲν ἐστράφησαν πάλιν νὰ µ' ἐρωτήσουν,
τοῦ κόσμου τὰ ἐντυλίματα κατὰ λεπτὰ ν' ἀκούσουν.
Μὴ δύνοντα τὸ ἀποκριθῆν καὶ παρααναμένειν,
διὰ τὸ σπουδάζειν τοῦ στραφῆν κ' εἰς τὴν φωτιὰν ἐβγαίνειν,

"Ἔχετε πλιὸν ἐρώτημα; Μέλλω στραφῆν", τοὺς εἶπα.

[460] Λέγουν μ': "Ἀκροκαρτέρησε νά 'ρθουν καὶ αὐτοὶ ὁποὺ λεῖπα,
μήπως καὶ θέλουσιν καὶ αὐτοὶ κάτι νὰ παραγγείλουν
καὶ ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν πιττάκια διὰ νὰ στείλουν".
Ἀλλήλως ἐσυντύχασιν κ' εἷς ἀπ' αὐτοὺς ἐστράφην
κ' ἐκοντοπήδα μὲ σπουδήν, ὡς πολεμᾶ τὸ λάφιν.

[465] Καὶ εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην βλέπω φουσάτον κ' ἦρθεν·
δὲν εἶχεν μέτρος, τὸ ἔβλεπα, κ' ἤρχετον ἀπ' ἐκεῖθεν·

ἐκεῖ 'δα νέους καὶ λυγερές, ἄνδρες καὶ παλικάρια
καὶ πολεμάρχους μὲ σπαθιὰ γυμνὰ διχῶς φηκάρια·
καὶ σκορπισμένους ἄρχοντες, πεζοὺς καὶ καβαλάρους,
[470] νά 'χουν μὲ αὐτοὺς ὑποταγές, ρήτορες καὶ νοδάρους.

Εἶδα διακόνους σ' ἐκκλησιές, πισκόπους καὶ παπάδες
κ' εἰς τὸν παστὸν ἀντρόγυνα, γαμπροὺς μὲ τὲς νυφάδες.

Εἶδα κ' ἐφέρασιν σκαμνιὰ νὰ κάτσουν οἱ νοδάροι·
κοντύλι(ν) ἐκράτειν ὁ καθείς, χαρτὶν καὶ καλαμάρι·
[475] κ' εἶχεν καθεὶς τριγύρου του φουσάτον νὰ τὸν βιάζη·
ἄλλος πιττάκια νὰ ζητᾶ, ἄλλος "Χαρτίν!" νὰ κράζη.
"Σήμερ' ἀποστολάτορας μισεύγει", νὰ λαλοῦσιν,
"βιάζου πολλά, μηδὲν ἀργῆς ὀγιὰ νὰ τὸ βαστοῦσιν".
Κ' ὑγρὰ πιττάκι' ἀπὸ σπουδῆς ἐκ τοὺς γραφιοὺς ἐπαῖρναν·
[480] ἄλλοι, ἔβλεπα, τὰ βούλωναν καὶ ἄλλοι ἀνοικτὰ τὰ φέρναν.
Τόσοι μ' ἐκαταπέσασιν πιττάκια νὰ µὲ δώσουν,
ὀκ' ἔφριξα θωρώντα τους κ' ἐτράπην πρὶν νὰ σώσουν.
Ὅλοι τὰ χέρια ἐσήκωσαν καὶ πρὸς ἐµὲ θωροῦσαν:

"Ἔπαρ' πιττάκια!" ἐκράζασιν, "Βάστα χαρτιά!" λαλοῦσαν·
[485] "καὶ ὡς ἀπὸ λόγου μας γραφὲς αὐτὲς βάστα μετά σου
ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ βλέπε μὴ σοῦ πέσουν.
Λάλησε καὶ ἀπὸ λόγου σου· εἰπὲ τοὺς πονεμένους:

Τοὺς εἰς τὸν Ἅδην ἔχετε ἀπὸ καιρὸν θαμμένους,
τὸν οὐρανὸν στερεύγουνται, τὸν ἥλιον δὲν θωροῦσιν,
[490] τὸ χῶμαν ἔχουν σάβανον, τὴν γῆν στολὴν φοροῦσιν.
Στεφάνιν ὅσοι ἐφόρεσαν ἀπὸ μυρτιὰν καὶ δάφνην
[τώρα τῆς γῆς τὸν κορνιακτὸν ἔχουν ὀδιὰ στεφάνιν
Στὴν μέσην των δὲν δύνουνται ζωνάριν νὰ βαστάξουν·
ἐδῶ δὲν εἶναι ἀλλαγωγὲς τὴν σκόλην διὰ ν' ἀλλάξουν.

[495] Τὸ χῶμαν τὸ ἐπάτησαν εἶναι στὴν κεφαλήν τως
καὶ κάτω στὰ ποδάρια τως ἔπεσεν τὸ μαλλίν τως.
Τὰ μάτια τως ἐσβέσασιν τὰ ὡραιοπλουμισμένα·
τὸ χῶμαν τὰ ἐσκέπασεν κ' εἶναι κατακλεισμένα.

Τὸν κόσμον πλέον δὲν θωροῦν ὡσὰν τὸν ἐθωροῦσαν,
[500] ὁντὲν ἐζοῦσαν οἱ πτωχοί, μὰ ἐδῶ πολλὰ πονοῦσαν.
Ἡ ὄψη τως ἡ ἄμορφος κάποτ' ἦτον λουσμένη·
τώρα φαγώθην εἰς τὴν γῆν κ' εἶναι πολλὰ βλαμμένη.
Ἡ γλώσσα τως ἡ ἐλεεινὴ δὲν ἠμπορεῖ λαλήσειν,
ὡς γιὰ νὰ πῆ τὸ δίκιον της καὶ νὰ τὸ ὁμιλήση.

[505] Τὰ χέρια τως δὲν δύνουνται ἀπάνω νὰ σηκώσουν
οὐδὲ νὰ τὰ μαζώξουσιν οὐδὲ νὰ τὰ ξαπλώσουν,

τὸν Θεόν τως νὰ δοξάσουσιν μὲ τὴν ταπεινοσύνην,
γιὰ νά 'βρη ἡ ψυχίτσα τως μικρὰν ἐλεημοσύνην.

Τὰ πόδια τως τὰ ὄμορφα τώρα στὸν Ἅδην εἶναι
[510] καὶ τρώγουνται καθημερνόν· ἀλὶ κρίμαν ὁπού 'ναι!
Καὶ νὰ περπάτησαν ποτὲ καὶ νὰ ἐπιλαλῆσαν,
τώρα ὅπού 'ναι εἰς τὴν γῆν σκώληκες τὰ γυρίσαν.

Τὰ χείλη κατεμαύρισαν κ' ἐκόπην ἡ λαλιά τως,
ἡ κεφαλή των σχίστηκεν κ' ἔπεσαν τὰ μυαλά τως.

[515] Τοῦτο σὲ λέγομεν νὰ πῆς δίχως τῶν πιττακιῶν μας,
τὸν ἄμετρόν μας τὸν βλαμμὸν τὸν ἔχουν τὰ κορμιά μας,
ἂ λάχη νὰ πονέσουσιν καὶ νὰ µᾶς λυπηθοῦσιν,
νὰ ξεζαρώση ἡ χέρα τως καὶ νὰ µᾶς θυμηθοῦσιν.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, βλέπε μὴ λησμονήσης
[520] νὰ πᾶς αὔρι στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τῶς ὁμιλήσης.

Εἰπὲ καὶ τὰς γυναῖκας μας, εἰπὲ καὶ τῶν παιδιῶν μας
νὰ δώσουσιν πολλῶν πτωχῶν ἀκόμη ἀπὸ τὸν βιόν μας·
νὰ πέψουσι στὲς φυλακὲς ψωμίν, κρασὶν καὶ ἀλεύριν,
γιὰ νὰ τῶν ἔχωμεν κ' ἡμεῖς πολλὴν ἢ ὀλίγην χάριν.
[525] [Ἂς πιάσουν τὴν διάταξιν τὴν ἔποικα στὸν κόσμον
καὶ δὲν ἀφῆκα κανενὸς πλὴν τῶν παιδιῶν μου μόνον,
θαρρώντας ὁ κακότυχος νὰ ποίσουν ὡς γιὰ μένα,
γιατί, ὅνταν ἤμουν ζωντανός, κακά 'χα καμωμένα.
Διαταῦτος σὲ παρακαλῶ πάλιν μὴ λησμονήσης
[530] νὰ πᾶς, ὡς εἶπα, σπίτι μας καὶ νὰ τῶν ὁμιλήσης.

Ἐσᾶς πάλιν παρακαλῶ, ὥστε ὁποὺ νὰ ζῆτε,
κάμνετε διὰ τὸν Χριστὸν αὐτοῦ ὅπου πορπατεῖτε,

ὀδιὰ νὰ βρῆτε εὕρεμαν δίχως κανέναν κόπον
ἐκεῖ ὅπου θέλετε ὑπὰν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον.

[535] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, γυναίκα ἢ παιδίν σου
νὰ τῶν ἀφήσης τίποτας δώσιν διὰ τὴν ψυχήν σου·
ἀµὲ χαρὰ στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ µὲ χέρια φθάνει
καὶ ἀνοίγει τὸ σακούλιν του καὶ δίδει πρὶν νὰ θάνη.
Ἐσφικτοκλείδωνα καλά· πτωχὸς οὐδὲν ἐτόλμα
[540] νὰ µὲ ζητήση τίποτας, ν' ἀναχασκίση στόμα,
διατὶ ἐκατέχασιν καλὰ τὴν εἴδησιν τὴν εἶχα·
δὲν ἐσιμώνασιν ποτὲ οὐδ' ὄρεξιν δὲν εἶχα.
Ἀµὲ 'κράτουν κ' ἐμάζωνα καὶ θύμησιν δὲν εἶχα
διὰ τὴν ψυχὴν τὴν ταπεινὴν νὰ δώσω λίγην ψίχα.
[545] Ὅποιος ἐλπίζει ὀπίσω του γιὰ τὴν διάταξίν του
νὰ δώσουσιν τινὲς πτωχῶν κομπώνει τὴν ψυχήν του·
διότι δὲν κουράρουσιν οὐδὲ ποσῶς ψηφοῦσιν,
ἀµὲ νὰ τρῶν, νὰ πίνουσιν, τὸν βιόν τως νὰ κρατοῦσιν·

νὰ τὸν κρατοῦσι σφαλιστὸν μὲ δύο, μὲ τρεῖς κατῆνες·
[550] φλουριά, δηνέρια καὶ πτερὰ µὲ τὲς χρυσὲς κουρτίνες·
μόνον νὰ λογαριάζουσιν ὀκαὶ νὰ τὰ πληθύνουν,
καὶ θύμησιν δὲν ἔχουσιν αὐτῶν ὁποὺ τ' ἀφήνουν.
Νά 'πες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ µὲ αὐτοὺς ἐφάγαν
οὐδ' ἐγευτήκασιν ποτὲ ἀμάδιν κ' εἶχαν φάβαν.

[555] Δὲν ἔχω πλέον νὰ σοῦ πῶ νὰ πῆς τῶν πονεμένων,
εἰµὴ χαιρετισμοὺς πολλοὺς ἐκ τῶν πολλὰ βλαμμένων.]"


Δόξα πατρὶ καὶ τῶ υἱῶ καὶ πνεύματι ἁγίω,
τῶ ποιητῆ μου καὶ θεῶ καὶ πλάστη παναιτίω. Ἀμήν.
Νικόλαος ὁ Καλλιέργης, ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρίου,
ὁ τῶν γραμμάτων συνθετὴς τούτου τοῦ τυπαρίου,
ἐκόπιασεν γι' αὐτὴν τοῦ Μπεργαδῆ τὴν ρίμα,
νὰ µὴν τῆς εὕρη οὐδὲ εἷς διαβάζοντά την κρίμα,
ὡσὰν εὑρίσκουνται τινὲς πολλὰ κατεσφαλμένες,
οἱ ὁποῖες τὸ δίκαιον ἤθελεν νά 'σαν κατακαημένες.
Εἰς χίλια πεντακόσια καὶ θῆτα ἐξετυπώθη,
εἰς μήνα τὸν Δεκέμβριον καὶ ἔξωθεν ἐδόθη. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου