Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Μονομαχία Ρωτόκριτου-Άριστου

(απόσπασμα)

       
     

        ΠΟΙΗΤΗΣ

....Άριστος, που'χε πεθυμιάν τέλος να δει στη μάχη,
κ' εις έτοιον κίντυνο βαρύ δεν τ' όλπιζε να λάχει,
ήριξε το σκουτάρι του, και μ' ένα κι άλλο χέρι,
σφίγγει, σηκώνει το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι,
και κατεβάζει κοπανιά, στην κεφαλήν ξαμώνει,
σ' δυό μέσα κόψειν ήθελε το σιδερόν αμόνι.

Εσύρθηκε ο Ρωτόκριτος, και βάνει ομπρός να δώσει
εις το σκουτάρι η κοπανιά, να μην τον-ε λαβώσει. 
Σα να'χεν είσται με κερί, τέτοιας λογής διαβαίνει
στον κάμπον πέφτει το μισό, το άλλο μισό απομένει,
και κατεβαίνει εις το λαιμόν του αλόγου, εις δυό το κόβγει.
Πλιό δε γυρεύγει ουδ' άχερα, ουδέ ταγή να τρώγει.

Ο Ρώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει,
πεζέφνει, και τον Άριστον ήστεκε κι ανιμένει.
Εκείνος πάλι να θωρεί πεζόν έτοιον οχθρόν του,
για τα πρεπά της αντρειάς πεζέφνει απ' τ' άλογόν του.     

Εμάνισε παρά ποτέ, κι ως λιόντας αγριεύγει,
και λέγει του Ρωτόκριτου· 

     ΑΡΙΣΤΟΣ

"H μέρα μάς μισεύγει,
και για ντροπή μου το κρατώ, να σου τ' ομολογήσω,
τόση ώρα να σε πολεμώ, και να μη σε νικήσω.
Περμάζωξε την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου,
λέγω σου εδά παρά ποτέ βαρίσκω, και βλεπήσου."

                  ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ

"Μη βιαστείς",
 λέγει ο Ρώκριτος, 
"κ' η μέρα πρι' βραδιάσει,
ένας μας θέ' να σκοτωθεί, κι ο Ρήγας του θα χάσει.
Κι ακόμη ο Ήλιος είν' ψηλά, και πρί' να χαμηλώσει,
γ-ή αυτό, γ-ή τούτο το σπαθί το τέλος θέλει δώσει."
          
                      ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτα τα λόγια μοναχάς είπασιν όλη μέρα
κι απόκει αρχίζου' άλλη μαλιά με το σπαθί στη χέρα.
Φόβο Θανάτου εδίδασι σ' όσους κι αν τους θωρούσαν,
τόσον οπού αγριεύγουνταν εκεί, οπού επολεμούσαν.

Η αναπνιά στο στόμα-ν τως ήβραζε σαν καμίνι,
σπίθες από τα μάτια τως εβγαίναν μετά κείνη.
Καρδιά δεν έχει δύναμιν, αίμα δεν έχει βράση,  
να τους θωρεί, να μη δειλιά, να μη σιγοτρομάσσει....

Από τον "Ερωτόκριτο" του Βιντσέντζου Κορνάρου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου