(Από
τη αφήγηση του Ιωάννη Κίνναμου)
Οι
Σκύθες (Πετσενέγκοι) λοιπόν, πέρασαν με
όλο τον στρατό τους τον Δούναβη,
εισβάλλοντας στην χώρα των Ρωμιών. Αφού
έπιασε εκεί ο χειμώνας, (ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός) ξεχειμώνιασε κοντά
στην πόλη Βερόη. Προετοιμάζοταν μεν
για τον πόλεμο, αλλά επιπλέον προσπαθούσε
να προσεταιρισθεί όσους φυλάρχους
ήθελαν, γιατί γνώριζε πως τους υπόλοιπους
δεν θα τους αντιμετώπιζε εύκολα.
Φτάνοντας
η άνοιξη, και αφού είχε πάρει πολλούς
με το μέρος του πείθοντάς τους με
πρεσβείες, εκστράτευσε κατά των υπολοίπων,
έχοντας αποφασίσει να τελειώσει την
υπόθεση με πόλεμο.
Συγκρούστηκαν
λοιπόν τα στρατεύματα, και μέχρι μια
στιγμή η μάχη ήταν ισόπαλη, και τότε
λαβώθηκε κι ο βασιλιάς στο πόδι από ένα
βέλος. Αλλά με τους Ρωμιούς να μάχονται
με καρδιά, τελικά οι Σκύθες νικιόνται
κατά κράτος, και άλλοι από αυτούς
σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Ένα
μέρος τους, από τους ευγενείς, υποχώρησε
μέχρι το στρατόπεδο τους και δεν ήθελε
να το σκάσει, αλλά με τις γυναίκες και
τα παιδιά τους διάλεξαν να κινδυνέψουν
πολεμώντας από τα κάρα τους, που τα είχαν
σκεπάσει από πάνω με τομάρια βοδινά,
και ενώνοντάς τα χωρίς κενά, έβαλαν μέσα
τα γυναικόπαιδα.
Αμέσως
λοιπόν αρχίζει γερή μάχη και πολλοί
σκοτώθηκαν από τις δυο μεριές. Οι Σκύθες,
χρησιμοποιώντας τα κάρα σαν τείχος,
ταλαιπωρούσαν πολύ τους Ρωμιούς. Το
είδε αυτό ο βασιλιάς και θέλησε να
κατέβει απ' τ' άλογο και να δώσει τον
αγώνα πεζός δίπλα στους στρατιώτες του.
Δεν
συμφώνησαν οι Ρωμιοί όμως, και τότε
έδωσε διαταγή στους πελεκυφόρους που
τον περιστοίχιζαν (Ετούτοι είναι έθνος
Βρεταννικό που από παλιά υπηρετούσε
τους Ρωμιούς Αυτοκράτορες) να πέσουν
πάνω στα κάρα με τα τσεκούρια τους και
να τα σπάσουν. Εκείνοι το έκαναν αμέσως,
και έτσι ο βασιλιάς κυριεύει και αυτό
το στρατόπεδο.
Αλλά
και οι υπόλοιποι, όσοι είχαν διαλέξει
να το σκάσουν, παραδόθηκαν στον βασιλιά
από αγάπη για όσους είχαν αιχμαλωτιστεί.
Και έμαθαν τις συνήθειες των Ρωμιών,
και γράφτηκαν στους στρατιωτικούς
καταλόγους, και έζησαν έτσι για μεγάλο
χρονικό διάστημα.
Κίνναμος,
“Επιτομή”
Η
μάχη της Βερόης δόθηκε στα 1122.
Σκύθαι
γὰρ πανστρατὶ τὸν Ἴστρον διαβάντες
εἰς τὰ Ῥωμαίων εἰςέβαλον
ὅρια.
ἀλλὰ τότε μὲν χειμῶνος ἐπιλαβομένου
ἐνταῦθά που περὶ πόλιν Βερόην
διεχείμαζε,
τὸ μὲν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον ἐξαρτύων,
τὸ δὲ πλέον ἤθελε τῶν ἐν σφίσι
φυλάρχων
τινὰς ἑταιρίσασθαι, ὡς ἂν οὕτω τοὺς
ἄλλους χωρὶς ἀπολαβὼν οὐ σὺν
πόνῳ
καταγωνίσηται. ἔαρος δὲ πολλοὺς ἤδη
διὰ πρεσβειῶν αὐτῷ προσχωρῆσαι
ἀναπείσας
ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐχώρει, πολέμῳ
κρῖναι θέ 8 λων τὰ πράγματα.
συρραγέντων
τοίνυν ἀλλήλοις τῶν στρατευμάτων,
μέχρι μέν τινος ἰσοτάλαντος ἡ
μάχη
ἐγίνετο, ὅτε καὶ αὐτὸς βασιλεὺς
βέλει τὸν πόδα ἐπλήγη· τῶν δὲ Ῥωμαίων
εὐθύμως
ἀγωνιζομένων ἡττῶνται κατὰ κράτος
οἱ Σκύθαι, καὶ αὐτῶν οἱ μὲν ἔπεσον,
οἱ
δὲ ζωγρείᾳ ἑάλωσαν. μοῖρα δέ τις οὐκ
ἀγενὴς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἐπανιοῦσα
οὐκέτι
φεύγειν ἠξίου, ἀλλ' αὐτοῦ σὺν γυναιξὶ
καὶ τέκνοις τοῖς αὐτῶν τὸν κίνδυνον
ὑποστῆναι
εἵλοντο προπονούμενοι τῶν ἀμαξῶν,
ἃς βοείοις ἄνωθεν βύρσαις
περιλαβόντες
ἐς τὸ ἀκριβές τε ἁρμοσάμενοι ἐπ'
αὐτῶν τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα
ἐνέθεσαν.
αὖθις οὖν μάχη συνίσταται καρτερὰ
καὶ φόνος ἀμφοτέρωθεν γίνεται.
Σκύθαι
γὰρ ὥσπερ ἐπιτειχίσματι ταῖς ἀμάξαις
χρησάμενοι μεγάλα Ῥωμαίοις
ἐλύπουν.
ὃ βασιλεὺς ἐννοησάμενος ἤθελε μὲν
αὐτὸς τοῦ ἵππου ἀποβὰς πεζῇ σὺν
τοῖς
στρατιώταις
τὸν ἀγῶνα διαθλῆσαι. Ῥωμαίων δὲ
οὐδαμῆ ἐπαινούντων ἐκέλευε τοῖς
ἀμφ'
αὐτὸν πελεκυφόροις (ἔθνος δέ ἐστι
τοῦτο Βρεταννικὸν βασιλεῦσι Ῥωμαίων
δουλεῦον
ἀνέκαθεν) πελέκεσιν ἐπιστάντας
διακόπτειν αὐτάς. τῶν δὲ αὐτίκα
ἔργου
ἐχομένων,
οὕτω δὴ καὶ αὐτοῦ τοῦ Σκυθῶν
στρατοπέδου ἐγκρατὴς βασιλεὺς γίνεται.
ὅτε
καὶ τῶν ἄλλων, ὅσοι φυγῇ τὴν σωτηρίαν
ἐπραγματεύσαντο, οἱ πλείους τῷ
φίλτρῳ
τῶν ἑαλωκότων αὐτόμολοι βασιλεῖ
γεγονότες, εἰς ἤθη τε τὰ Ῥωμαίων
ἀπήχθησαν
καὶ στρατιωτικοῖς ἐγγραφέντες
καταλόγοις ἐπὶ μακρὸν διετέλεσαν.
Πηγή
πρωτότυπου κειμένου:
Ερευνητικό
έργο: ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.